3,274,747
edits
(7) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[αὐτός]], -ή, -ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) <b>(αντων.)</b><br />Ι. <i>Αντιδιασταλτική</i>, <i>Οριστική</i> (μερικές φορές με το [[άρθρο]] ή με το έναρθρο <i>ο [[ίδιος]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την [[ίδια]]», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ πρίγκηπας ἀτός του», «αὐτὴ τε Μανδάνη καὶ τὸν υἱὸν ἔχουσα»): <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (αντιδιαστέλλει [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] από όλα τα όμοια με [[αναφορά]] στην πραγματική του [[αξία]]) «αυτός [[είναι]] [[γιατρός]]», «αυτό [[είναι]] [[κρασί]]»<br /><b>2.</b> (εμφαντική [[αντιδιαστολή]] για [[μοναδικότητα]]) «σ' αυτόν στηριζόμαστε», «αυτό μόνο έχω»<br /><b>3.</b> (με [[περιφρόνηση]]) «αυτόν θα λογαριάσω», «αυτό δεν τα [[θέλω]]»<br /><b>4.</b> (με πλήρη [[απόδοση]] ενός χαρακτηρισμού) «αυτός ο [[παλιάνθρωπος]] θα μας καταστρέψει», «δεν τον λυπάσαι αυτόν τον δύστυχο»<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />«ἐπὶ τὸ αὐτό» — στο ίδιο [[μέρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «αὐτὸ τὸ [[περίορθρον]]» — ακριβώς τα χαράματα<br /><b>2.</b> «τῶν πραγμάτων ὑμῑν αὐτοῑς [[ἀντιληπτέον]]» — [[πρέπει]] εσείς οι ίδιοι να ασχοληθείτε [[σοβαρά]] με τις υποθέσεις<br /><b>3.</b> «αὐτοὶ γὰρ ἐσμέν» — είμαστε μόνοι μας, [[μεταξύ]] μας<br /><b>4.</b> «τί ποτ' ἐστὶν αὐτὸ ἡ [[ἀρετή]]» — η [[αρετή]] καθ' εαυτήν<br /><b>5.</b> «ἀνόρουσεν αὐτῆ σὺν φόρμιγγι» — σηκώθηκε με τη [[φόρμιγγα]] στο [[χέρι]]<br /><b>6.</b> «[[πέμπτος]] [[αὐτός]]» — αυτός με [[τέσσερεις]] άλλους<br /><b>7.</b> «ἐγὼ αὐτὸς» ἡ «αὐτὸς ἔγωγε» — εγώ ο [[ίδιος]], από [[μόνος]] μου<br /><b>8.</b> «αὐτὸς ἔφα»<br />(με θαυμασμό) αυτός το είπε, ο [[δάσκαλος]], ο Αριστοτέλης<br />II. <i>Επαναληπτική</i> (χρησιμοποιείται στους κανονικούς ή τους μονοσύλλαβους τύπους, <i>τον</i>, <i>την</i>, <i>τους</i> κ.λπ. [[αντί]] για το [[πρόσωπο]] ή το [[πράγμα]] [[περί]] του οποίου έγινε [[λόγος]] [[προηγουμένως]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> «κάλεσε τους υπαλλήλους και <i>τους</i> είπε [[πολλά]]», «οὕς μὴ εὕρισκον, [[κενοτάφιον]] αὐτοῑς ἐποίησαν»): <b>νεοελλ.</b> (πλεοναστική [[χρήση]] και των δύο τύπων ή της αντωνυμίας και του ουσ.) <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «τον [[αγαπώ]] το γιο μου»<br /><b>2.</b> «μου την κατάφερε» ή «μου τη σκάρωσε» — έκανε δόλια [[ενέργεια]] σε [[βάρος]] μου<br /><b>3.</b> «την έπαθα» — για απροσδόκητο [[ατύχημα]] ή [[αποτυχία]]<br /><b>4.</b> «τη γλύτωσε» — γλύτωσε ενώ δεν το περίμενε [[κανείς]]<br /><b>5.</b> «πώς τα βλέπεις» — πώς βλέπεις την [[κατάσταση]]<br /><b>6.</b> «μην τα ρωτάς» — όταν η [[απάντηση]] [[είναι]] δυσάρεστη<br /><b>7.</b> «μούτζωσέ τα» ή «φασκέλωσέ τα» — με [[περιφρόνηση]] ή [[απογοήτευση]] για κάποιο [[θέμα]]<br /><b>8.</b> «ήθελές τα κι έπαθές τα» — καλά να πάθεις, εσύ έφταιγες. III. <i>Προσωπική</i> (για το γ' [[πρόσωπο]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> «ούτ' εγώ ούτ' <i>αυτός</i>», «τον είδες κι εσύ», «[[κανένας]] <i>τους</i>», «όλοι <i>τους</i>»): <b>νεοελλ.</b> (η [[κλητική]]) <i>αυτέ</i><br />εσυ. IV. <i>Κτητική</i> (για το γ' [[πρόσωπο]] στις πλάγιες πτώσεις<br /><b>[[πρβλ]].</b> «τα [[παιδιά]] <i>τους</i>, τα μαθήματά <i>του</i>», «καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῡ», ΚΔ): <b>νεοελλ.</b> (με το [[άρθρο]] με άσεμνη [[σημασία]])<br /><b>1.</b> «τα αυτά μου» (για τα αντρικά γεννητικά όργανα)<br /><b>2.</b> «η αυτή του» (για το [[πέος]])<br /><b>3.</b> «το αυτό της» (για το γυναικείο [[αιδοίο]])<br /><b>4.</b> «ο αυτός του» (για τον πρωκτό). V. <i>Δεικτική</i>: «αυτός είν' ο [[πατέρας]] μου», «αυτά τον κατάστρεψαν» «αυτός εδώ», «αυτός [[εκεί]]», «αὐτὸς δὲ εἶπε».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ομηρική ήδη [[λέξη]] αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίζεται ότι το <i>αυ</i>- του <i>αυτός</i> συνδέεται με τα <i>αυ</i>, [[αύτε]] ή και ότι προήλθε από <i>αυ τον</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <i>αυτός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>[[σ]]<i>υ</i> -<i>τός</i> («με πλήρη [[ζωτικότητα]]»), επιρρηματική [[πτώση]] που συνάπτεται με το αρχ. ινδ. <i>άsu</i>- «ζωή». Τέλος, άλλοι συνδέουν τον τ. <i>αυτός</i> με τα γοτθ. <i>aups</i>, <i>aupeis</i>, νέο άνω γερμ. <i>ode</i> (επίθετα που συσχετίζονται [[επίσης]] με το [[επίρρημα]] [[αύτως]])]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[αὐτός]], -ή, -ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) <b>(αντων.)</b><br />Ι. <i>Αντιδιασταλτική</i>, <i>Οριστική</i> (μερικές φορές με το [[άρθρο]] ή με το έναρθρο <i>ο [[ίδιος]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την [[ίδια]]», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ πρίγκηπας ἀτός του», «αὐτὴ τε Μανδάνη καὶ τὸν υἱὸν ἔχουσα»): <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (αντιδιαστέλλει [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] από όλα τα όμοια με [[αναφορά]] στην πραγματική του [[αξία]]) «αυτός [[είναι]] [[γιατρός]]», «αυτό [[είναι]] [[κρασί]]»<br /><b>2.</b> (εμφαντική [[αντιδιαστολή]] για [[μοναδικότητα]]) «σ' αυτόν στηριζόμαστε», «αυτό μόνο έχω»<br /><b>3.</b> (με [[περιφρόνηση]]) «αυτόν θα λογαριάσω», «αυτό δεν τα [[θέλω]]»<br /><b>4.</b> (με πλήρη [[απόδοση]] ενός χαρακτηρισμού) «αυτός ο [[παλιάνθρωπος]] θα μας καταστρέψει», «δεν τον λυπάσαι αυτόν τον δύστυχο»<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />«ἐπὶ τὸ αὐτό» — στο ίδιο [[μέρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «αὐτὸ τὸ [[περίορθρον]]» — ακριβώς τα χαράματα<br /><b>2.</b> «τῶν πραγμάτων ὑμῑν αὐτοῑς [[ἀντιληπτέον]]» — [[πρέπει]] εσείς οι ίδιοι να ασχοληθείτε [[σοβαρά]] με τις υποθέσεις<br /><b>3.</b> «αὐτοὶ γὰρ ἐσμέν» — είμαστε μόνοι μας, [[μεταξύ]] μας<br /><b>4.</b> «τί ποτ' ἐστὶν αὐτὸ ἡ [[ἀρετή]]» — η [[αρετή]] καθ' εαυτήν<br /><b>5.</b> «ἀνόρουσεν αὐτῆ σὺν φόρμιγγι» — σηκώθηκε με τη [[φόρμιγγα]] στο [[χέρι]]<br /><b>6.</b> «[[πέμπτος]] [[αὐτός]]» — αυτός με [[τέσσερεις]] άλλους<br /><b>7.</b> «ἐγὼ αὐτὸς» ἡ «αὐτὸς ἔγωγε» — εγώ ο [[ίδιος]], από [[μόνος]] μου<br /><b>8.</b> «αὐτὸς ἔφα»<br />(με θαυμασμό) αυτός το είπε, ο [[δάσκαλος]], ο Αριστοτέλης<br />II. <i>Επαναληπτική</i> (χρησιμοποιείται στους κανονικούς ή τους μονοσύλλαβους τύπους, <i>τον</i>, <i>την</i>, <i>τους</i> κ.λπ. [[αντί]] για το [[πρόσωπο]] ή το [[πράγμα]] [[περί]] του οποίου έγινε [[λόγος]] [[προηγουμένως]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> «κάλεσε τους υπαλλήλους και <i>τους</i> είπε [[πολλά]]», «οὕς μὴ εὕρισκον, [[κενοτάφιον]] αὐτοῑς ἐποίησαν»): <b>νεοελλ.</b> (πλεοναστική [[χρήση]] και των δύο τύπων ή της αντωνυμίας και του ουσ.) <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «τον [[αγαπώ]] το γιο μου»<br /><b>2.</b> «μου την κατάφερε» ή «μου τη σκάρωσε» — έκανε δόλια [[ενέργεια]] σε [[βάρος]] μου<br /><b>3.</b> «την έπαθα» — για απροσδόκητο [[ατύχημα]] ή [[αποτυχία]]<br /><b>4.</b> «τη γλύτωσε» — γλύτωσε ενώ δεν το περίμενε [[κανείς]]<br /><b>5.</b> «πώς τα βλέπεις» — πώς βλέπεις την [[κατάσταση]]<br /><b>6.</b> «μην τα ρωτάς» — όταν η [[απάντηση]] [[είναι]] δυσάρεστη<br /><b>7.</b> «μούτζωσέ τα» ή «φασκέλωσέ τα» — με [[περιφρόνηση]] ή [[απογοήτευση]] για κάποιο [[θέμα]]<br /><b>8.</b> «ήθελές τα κι έπαθές τα» — καλά να πάθεις, εσύ έφταιγες. III. <i>Προσωπική</i> (για το γ' [[πρόσωπο]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> «ούτ' εγώ ούτ' <i>αυτός</i>», «τον είδες κι εσύ», «[[κανένας]] <i>τους</i>», «όλοι <i>τους</i>»): <b>νεοελλ.</b> (η [[κλητική]]) <i>αυτέ</i><br />εσυ. IV. <i>Κτητική</i> (για το γ' [[πρόσωπο]] στις πλάγιες πτώσεις<br /><b>[[πρβλ]].</b> «τα [[παιδιά]] <i>τους</i>, τα μαθήματά <i>του</i>», «καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῡ», ΚΔ): <b>νεοελλ.</b> (με το [[άρθρο]] με άσεμνη [[σημασία]])<br /><b>1.</b> «τα αυτά μου» (για τα αντρικά γεννητικά όργανα)<br /><b>2.</b> «η αυτή του» (για το [[πέος]])<br /><b>3.</b> «το αυτό της» (για το γυναικείο [[αιδοίο]])<br /><b>4.</b> «ο αυτός του» (για τον πρωκτό). V. <i>Δεικτική</i>: «αυτός είν' ο [[πατέρας]] μου», «αυτά τον κατάστρεψαν» «αυτός εδώ», «αυτός [[εκεί]]», «αὐτὸς δὲ εἶπε».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ομηρική ήδη [[λέξη]] αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίζεται ότι το <i>αυ</i>- του <i>αυτός</i> συνδέεται με τα <i>αυ</i>, [[αύτε]] ή και ότι προήλθε από <i>αυ τον</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <i>αυτός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>[[σ]]<i>υ</i> -<i>τός</i> («με πλήρη [[ζωτικότητα]]»), επιρρηματική [[πτώση]] που συνάπτεται με το αρχ. ινδ. <i>άsu</i>- «ζωή». Τέλος, άλλοι συνδέουν τον τ. <i>αυτός</i> με τα γοτθ. <i>aups</i>, <i>aupeis</i>, νέο άνω γερμ. <i>ode</i> (επίθετα που συσχετίζονται [[επίσης]] με το [[επίρρημα]] [[αύτως]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐτός:''' [[αὐτή]], [[αὐτό]], οριστ. αντων., ο [[ίδιος]], Λατ. [[ipse]]· στις πλάγιες πτώσεις, χρησιμοποιείται μόνο για τη [[δήλωση]] της προσ. αντων. αυτός, αυτή, αυτό· με το [[άρθρο]] ὁ [[αὐτός]], ἡ [[αὐτή]], τὸ [[αὐτό]] (ή [[ταὐτόν]]) κ.λπ.· αυτός μόνο, ο [[ίδιος]].<br /><b class="num">I.</b> ο [[ίδιος]], εγώ ο [[ίδιος]], εσύ ο [[ίδιος]] κ.λπ.· αιτ. στο [[πρόσωπο]] του ρήματος, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">1.</b> αυτός ο [[ίδιος]], ο [[πραγματικός]] [[άνθρωπος]], η [[ψυχή]], όχι το [[σώμα]], σε Ομήρ. Οδ.· ή αντίθ. προς τους άλλους, όπως ο [[βασιλιάς]] προς τους υπηκόους του, ο [[πατέρας]] προς τα [[παιδιά]] του, ο άντρας προς τη [[γυναίκα]] του κ.λπ., σε Όμηρ.· απ' όπου απόλ. λέγεται για το Δάσκαλο, τίς [[οὗτος]]; Αὐτός, δηλ. ο [[Σωκράτης]], σε Αριστοφ.· ομοίως σε ουδ., αὐτὸ [[δείξει]], το [[αποτέλεσμα]] θα [[δείξει]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αφ' [[εαυτού]], από τη [[θέληση]] κάποιου, Λατ. [[sponte]], σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> από [[μόνος]] του, [[μόνος]], [[αὐτός]] περ [[ἐών]], παρότι [[μόνος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αὐτοί ἐσμεν</i>, είμαστε [[μεταξύ]] μας δηλ. [[ανάμεσα]] σε φίλους, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> σε Πλάτ., τὸ δίκαιον [[αὐτό]], το [[δίκαιο]] [[καθαυτό]], η [[ιδέα]] της δικαιοσύνης κ.λπ.· πρβλ. [[αὐτοάνθρωπος]].<br /><b class="num">5.</b> σε δοτ. με ουσ., μαζί με, <i>ἀνόρουσεν αὐτῇ σὺν φόρμιγγι</i>, αυτός κρατούσε τη [[λύρα]] στο [[χέρι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αὐτῇ σὺν πήληκι</i>, μαζί μ' αυτή την [[περικεφαλαία]], στο ίδ.· και [[χωρίς]] [[σύν]], αὐτοῖς [[ἀνδράσι]], μαζί με τους άνδρες, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">6.</b> προστίθεται στα τακτικά αριθμητικά, δηλ. [[πέμπτος]] [[αὐτός]], αυτός [[πέμπτος]], δηλ. αυτός μαζί με άλλους [[τέσσερις]], σε Θουκ.<br /><b class="num">7.</b> σε συνδυασμό με την προσωπ. αντων., ἐγὼ [[αὐτός]], [[ἐμέθεν]] αὐτῆς, <i>σὲ αὐτόν</i> κ.λπ., σε Όμηρ., Ηρόδ. και Αττ. ενώνεται με τις πλάγιες πτώσεις της προσ. αντων. [[ἐμαυτοῦ]], <i>σε-αυτοῦ</i>, <i>ἑ-αυτοῦ</i>· συνδέεται με αυτές τις αυτοπαθείς αντων. για να προσθέσει [[δύναμη]], αὐτὸςκαθ' [[αὑτοῦ]], <i>αὐτοὶ ὑφ' αὑτῶν</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">8.</b> η γεν. [[αὐτοῦ]] χρησιμ. με την κτητική αντων., πατρὸς [[κλέος]] ἠδ' ἐμὸν [[αὐτοῦ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">9.</b> αὐτὸς [[ἑαυτοῦ]], χρησιμ. με συγκρ. και υπερθ. επίθ. για να δηλώσει [[κάτι]] ασυνήθιστο, <i>αὐτὸςἑωυτοῦ πολλῷ ὑποδεέστερος</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός, αυτή, αυτό, [[απλώς]] ως γʹ πρόσ., μόνο σε πλάγιες πτώσεις και [[ποτέ]] στην [[αρχή]] πρότασης, σε Όμηρ., Αττ.· πρβλ. [[ἑαυτοῦ]].<br /><b class="num">III.</b> με [[άρθρο]], ὁ [[αὐτός]], ἡ [[αὐτή]], τὸ [[αὐτό]], και Αττ. συνηρ. [[αὑτός]], [[αὑτή]], [[ταὐτό]] και [[ταὐτόν]], γεν. <i>ταὐτοῦ</i>, δοτ. <i>ταὐτῷ</i>, πληθ. ουδ. [[ταὐτά]]· Ιων. [[ὡὐτός]], <i>τὠυτό</i>· αυτός ακριβώς, ο [[ίδιος]], Λατ. [[idem]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· [[συχνά]] παίρνει μια δοτ. όπως [[ὅμοιος]], για να δηλώσει [[ομοιότητα]], τὠυτὸ iν [[ὑμῖν]] ἐπρήσσομεν, θα προοδεύσουμε το ίδιο με εσάς, σε Ηρόδ.· επίσης, ὁ αὐτὸς [[καί]], πρβλ. Λατ. [[simul]] ac, στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> <i>αὐτο-</i>, σε [[σύνθεση]]·<br /><b class="num">1.</b> ο αφ' [[εαυτού]], δηλ. [[φυσικός]], [[έμφυτος]], όχι κατασκευασμένος, όπως σε [[αὐτόκτιτος]].<br /><b class="num">2.</b> από μόνο..., από κανένα [[άλλο]] [[παρά]]..., όπως στο [[αὐτόξυλος]].<br /><b class="num">3.</b> αφ' [[εαυτού]], αυτο-, όπως σε [[αὐτοδίδακτος]], [[αὐτόματος]]· και ομοίως, ανεξάρτητα, όπως στο [[αὐτόνομος]].<br /><b class="num">4.</b> [[μόλις]], ακριβώς, όπως στο [[αὐτόδεκα]].<br /><b class="num">5.</b> με αυτοπαθή [[έννοια]] του [[αὐτοῦ]] και των [[ἀλλήλων]], όπως τα [[αὐθέντης]], [[αὐτοκτονέω]].<br /><b class="num">6.</b> μαζί με, όπως τα [[αὐτόπρεμνος]], [[αὐτόρριζος]]. | |||
}} | }} |