3,274,752
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτός:''' [[αὐτή]], [[αὐτό]], οριστ. αντων., ο [[ίδιος]], Λατ. [[ipse]]· στις πλάγιες πτώσεις, χρησιμοποιείται μόνο για τη [[δήλωση]] της προσ. αντων. αυτός, αυτή, αυτό· με το [[άρθρο]] ὁ [[αὐτός]], ἡ [[αὐτή]], τὸ [[αὐτό]] (ή [[ταὐτόν]]) κ.λπ.· αυτός μόνο, ο [[ίδιος]].<br /><b class="num">I.</b> ο [[ίδιος]], εγώ ο [[ίδιος]], εσύ ο [[ίδιος]] κ.λπ.· αιτ. στο [[πρόσωπο]] του ρήματος, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">1.</b> αυτός ο [[ίδιος]], ο [[πραγματικός]] [[άνθρωπος]], η [[ψυχή]], όχι το [[σώμα]], σε Ομήρ. Οδ.· ή αντίθ. προς τους άλλους, όπως ο [[βασιλιάς]] προς τους υπηκόους του, ο [[πατέρας]] προς τα [[παιδιά]] του, ο άντρας προς τη [[γυναίκα]] του κ.λπ., σε Όμηρ.· απ' όπου απόλ. λέγεται για το Δάσκαλο, τίς [[οὗτος]]; Αὐτός, δηλ. ο [[Σωκράτης]], σε Αριστοφ.· ομοίως σε ουδ., αὐτὸ [[δείξει]], το [[αποτέλεσμα]] θα [[δείξει]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αφ' [[εαυτού]], από τη [[θέληση]] κάποιου, Λατ. [[sponte]], σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> από [[μόνος]] του, [[μόνος]], [[αὐτός]] περ [[ἐών]], παρότι [[μόνος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αὐτοί ἐσμεν</i>, είμαστε [[μεταξύ]] μας δηλ. [[ανάμεσα]] σε φίλους, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> σε Πλάτ., τὸ δίκαιον [[αὐτό]], το [[δίκαιο]] [[καθαυτό]], η [[ιδέα]] της δικαιοσύνης κ.λπ.· πρβλ. [[αὐτοάνθρωπος]].<br /><b class="num">5.</b> σε δοτ. με ουσ., μαζί με, <i>ἀνόρουσεν αὐτῇ σὺν φόρμιγγι</i>, αυτός κρατούσε τη [[λύρα]] στο [[χέρι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αὐτῇ σὺν πήληκι</i>, μαζί μ' αυτή την [[περικεφαλαία]], στο ίδ.· και [[χωρίς]] [[σύν]], αὐτοῖς [[ἀνδράσι]], μαζί με τους άνδρες, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">6.</b> προστίθεται στα τακτικά αριθμητικά, δηλ. [[πέμπτος]] [[αὐτός]], αυτός [[πέμπτος]], δηλ. αυτός μαζί με άλλους [[τέσσερις]], σε Θουκ.<br /><b class="num">7.</b> σε συνδυασμό με την προσωπ. αντων., ἐγὼ [[αὐτός]], [[ἐμέθεν]] αὐτῆς, <i>σὲ αὐτόν</i> κ.λπ., σε Όμηρ., Ηρόδ. και Αττ. ενώνεται με τις πλάγιες πτώσεις της προσ. αντων. [[ἐμαυτοῦ]], <i>σε-αυτοῦ</i>, <i>ἑ-αυτοῦ</i>· συνδέεται με αυτές τις αυτοπαθείς αντων. για να προσθέσει [[δύναμη]], αὐτὸςκαθ' [[αὑτοῦ]], <i>αὐτοὶ ὑφ' αὑτῶν</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">8.</b> η γεν. [[αὐτοῦ]] χρησιμ. με την κτητική αντων., πατρὸς [[κλέος]] ἠδ' ἐμὸν [[αὐτοῦ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">9.</b> αὐτὸς [[ἑαυτοῦ]], χρησιμ. με συγκρ. και υπερθ. επίθ. για να δηλώσει [[κάτι]] ασυνήθιστο, <i>αὐτὸςἑωυτοῦ πολλῷ ὑποδεέστερος</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός, αυτή, αυτό, [[απλώς]] ως γʹ πρόσ., μόνο σε πλάγιες πτώσεις και [[ποτέ]] στην [[αρχή]] πρότασης, σε Όμηρ., Αττ.· πρβλ. [[ἑαυτοῦ]].<br /><b class="num">III.</b> με [[άρθρο]], ὁ [[αὐτός]], ἡ [[αὐτή]], τὸ [[αὐτό]], και Αττ. συνηρ. [[αὑτός]], [[αὑτή]], [[ταὐτό]] και [[ταὐτόν]], γεν. <i>ταὐτοῦ</i>, δοτ. <i>ταὐτῷ</i>, πληθ. ουδ. [[ταὐτά]]· Ιων. [[ὡὐτός]], <i>τὠυτό</i>· αυτός ακριβώς, ο [[ίδιος]], Λατ. [[idem]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· [[συχνά]] παίρνει μια δοτ. όπως [[ὅμοιος]], για να δηλώσει [[ομοιότητα]], τὠυτὸ iν [[ὑμῖν]] ἐπρήσσομεν, θα προοδεύσουμε το ίδιο με εσάς, σε Ηρόδ.· επίσης, ὁ αὐτὸς [[καί]], πρβλ. Λατ. [[simul]] ac, στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> <i>αὐτο-</i>, σε [[σύνθεση]]·<br /><b class="num">1.</b> ο αφ' [[εαυτού]], δηλ. [[φυσικός]], [[έμφυτος]], όχι κατασκευασμένος, όπως σε [[αὐτόκτιτος]].<br /><b class="num">2.</b> από μόνο..., από κανένα [[άλλο]] [[παρά]]..., όπως στο [[αὐτόξυλος]].<br /><b class="num">3.</b> αφ' [[εαυτού]], αυτο-, όπως σε [[αὐτοδίδακτος]], [[αὐτόματος]]· και ομοίως, ανεξάρτητα, όπως στο [[αὐτόνομος]].<br /><b class="num">4.</b> [[μόλις]], ακριβώς, όπως στο [[αὐτόδεκα]].<br /><b class="num">5.</b> με αυτοπαθή [[έννοια]] του [[αὐτοῦ]] και των [[ἀλλήλων]], όπως τα [[αὐθέντης]], [[αὐτοκτονέω]].<br /><b class="num">6.</b> μαζί με, όπως τα [[αὐτόπρεμνος]], [[αὐτόρριζος]]. | |lsmtext='''αὐτός:''' [[αὐτή]], [[αὐτό]], οριστ. αντων., ο [[ίδιος]], Λατ. [[ipse]]· στις πλάγιες πτώσεις, χρησιμοποιείται μόνο για τη [[δήλωση]] της προσ. αντων. αυτός, αυτή, αυτό· με το [[άρθρο]] ὁ [[αὐτός]], ἡ [[αὐτή]], τὸ [[αὐτό]] (ή [[ταὐτόν]]) κ.λπ.· αυτός μόνο, ο [[ίδιος]].<br /><b class="num">I.</b> ο [[ίδιος]], εγώ ο [[ίδιος]], εσύ ο [[ίδιος]] κ.λπ.· αιτ. στο [[πρόσωπο]] του ρήματος, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">1.</b> αυτός ο [[ίδιος]], ο [[πραγματικός]] [[άνθρωπος]], η [[ψυχή]], όχι το [[σώμα]], σε Ομήρ. Οδ.· ή αντίθ. προς τους άλλους, όπως ο [[βασιλιάς]] προς τους υπηκόους του, ο [[πατέρας]] προς τα [[παιδιά]] του, ο άντρας προς τη [[γυναίκα]] του κ.λπ., σε Όμηρ.· απ' όπου απόλ. λέγεται για το Δάσκαλο, τίς [[οὗτος]]; Αὐτός, δηλ. ο [[Σωκράτης]], σε Αριστοφ.· ομοίως σε ουδ., αὐτὸ [[δείξει]], το [[αποτέλεσμα]] θα [[δείξει]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αφ' [[εαυτού]], από τη [[θέληση]] κάποιου, Λατ. [[sponte]], σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> από [[μόνος]] του, [[μόνος]], [[αὐτός]] περ [[ἐών]], παρότι [[μόνος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αὐτοί ἐσμεν</i>, είμαστε [[μεταξύ]] μας δηλ. [[ανάμεσα]] σε φίλους, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> σε Πλάτ., τὸ δίκαιον [[αὐτό]], το [[δίκαιο]] [[καθαυτό]], η [[ιδέα]] της δικαιοσύνης κ.λπ.· πρβλ. [[αὐτοάνθρωπος]].<br /><b class="num">5.</b> σε δοτ. με ουσ., μαζί με, <i>ἀνόρουσεν αὐτῇ σὺν φόρμιγγι</i>, αυτός κρατούσε τη [[λύρα]] στο [[χέρι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αὐτῇ σὺν πήληκι</i>, μαζί μ' αυτή την [[περικεφαλαία]], στο ίδ.· και [[χωρίς]] [[σύν]], αὐτοῖς [[ἀνδράσι]], μαζί με τους άνδρες, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">6.</b> προστίθεται στα τακτικά αριθμητικά, δηλ. [[πέμπτος]] [[αὐτός]], αυτός [[πέμπτος]], δηλ. αυτός μαζί με άλλους [[τέσσερις]], σε Θουκ.<br /><b class="num">7.</b> σε συνδυασμό με την προσωπ. αντων., ἐγὼ [[αὐτός]], [[ἐμέθεν]] αὐτῆς, <i>σὲ αὐτόν</i> κ.λπ., σε Όμηρ., Ηρόδ. και Αττ. ενώνεται με τις πλάγιες πτώσεις της προσ. αντων. [[ἐμαυτοῦ]], <i>σε-αυτοῦ</i>, <i>ἑ-αυτοῦ</i>· συνδέεται με αυτές τις αυτοπαθείς αντων. για να προσθέσει [[δύναμη]], αὐτὸςκαθ' [[αὑτοῦ]], <i>αὐτοὶ ὑφ' αὑτῶν</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">8.</b> η γεν. [[αὐτοῦ]] χρησιμ. με την κτητική αντων., πατρὸς [[κλέος]] ἠδ' ἐμὸν [[αὐτοῦ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">9.</b> αὐτὸς [[ἑαυτοῦ]], χρησιμ. με συγκρ. και υπερθ. επίθ. για να δηλώσει [[κάτι]] ασυνήθιστο, <i>αὐτὸςἑωυτοῦ πολλῷ ὑποδεέστερος</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός, αυτή, αυτό, [[απλώς]] ως γʹ πρόσ., μόνο σε πλάγιες πτώσεις και [[ποτέ]] στην [[αρχή]] πρότασης, σε Όμηρ., Αττ.· πρβλ. [[ἑαυτοῦ]].<br /><b class="num">III.</b> με [[άρθρο]], ὁ [[αὐτός]], ἡ [[αὐτή]], τὸ [[αὐτό]], και Αττ. συνηρ. [[αὑτός]], [[αὑτή]], [[ταὐτό]] και [[ταὐτόν]], γεν. <i>ταὐτοῦ</i>, δοτ. <i>ταὐτῷ</i>, πληθ. ουδ. [[ταὐτά]]· Ιων. [[ὡὐτός]], <i>τὠυτό</i>· αυτός ακριβώς, ο [[ίδιος]], Λατ. [[idem]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· [[συχνά]] παίρνει μια δοτ. όπως [[ὅμοιος]], για να δηλώσει [[ομοιότητα]], τὠυτὸ iν [[ὑμῖν]] ἐπρήσσομεν, θα προοδεύσουμε το ίδιο με εσάς, σε Ηρόδ.· επίσης, ὁ αὐτὸς [[καί]], πρβλ. Λατ. [[simul]] ac, στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> <i>αὐτο-</i>, σε [[σύνθεση]]·<br /><b class="num">1.</b> ο αφ' [[εαυτού]], δηλ. [[φυσικός]], [[έμφυτος]], όχι κατασκευασμένος, όπως σε [[αὐτόκτιτος]].<br /><b class="num">2.</b> από μόνο..., από κανένα [[άλλο]] [[παρά]]..., όπως στο [[αὐτόξυλος]].<br /><b class="num">3.</b> αφ' [[εαυτού]], αυτο-, όπως σε [[αὐτοδίδακτος]], [[αὐτόματος]]· και ομοίως, ανεξάρτητα, όπως στο [[αὐτόνομος]].<br /><b class="num">4.</b> [[μόλις]], ακριβώς, όπως στο [[αὐτόδεκα]].<br /><b class="num">5.</b> με αυτοπαθή [[έννοια]] του [[αὐτοῦ]] και των [[ἀλλήλων]], όπως τα [[αὐθέντης]], [[αὐτοκτονέω]].<br /><b class="num">6.</b> μαζί με, όπως τα [[αὐτόπρεμνος]], [[αὐτόρριζος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτός:''' [[αὐτή]], [[αὐτό]] (тж. αὑ. = ὁ αὐ.)<br /><b class="num">1)</b> сам (ἐγὼ αὐ. или αὐ. [[ἐγώ]] Hom.; [[ἡμεῖς]] αὐτοί Plat.): αὐ. καθ᾽ αὑτόν Xen., Plat.; сам по себе, как таковой; αὐτοὶ ὑφ᾽ αὑτῶν Aesch. мы сами; (κατ᾽) αὐτὸ [[τοῦτο]] Xen., Plat.; по этой именно причине; πἔμπτος αὐ. Thuc. сам пятый, т. е. впятером; ἐμὸν [[αὐτοῦ]] [[χρεῖος]] Hom. моя собственная забота; [[ἄπιτε]] ἐπὶ τὰ ὑμέτερα αὐτῶν Her. возвращайтесь восвояси; ὡς αὐτὸ δηλοῖ Plat. как само собой разумеется; τὸ γιγνώσκειν αὐτὸν αὑτόν Plat. познание самого себя;<br /><b class="num">2)</b> я, ты, он (сам) (αὐ. τε καὶ ἑταῖροι, sc. [[αὐτοῦ]] Plat.): αὑτὸς καὶ οἱ σὺν [[αὑτῷ]] Xen. он сам и его спутники; στρατιώτας, οὓς [[Μένων]] εἶχε, καὶ αὐτόν Xen. (послали) солдат Менона и его самого; τὴν φωνὴν γνοὺς [[αὐτοῦ]] Plat. узнав его голос;<br /><b class="num">3)</b> (только) один (тж. αὐ. [[μόνος]]): αὐ. καὶ οὐ [[μετὰ]] τῶν πλειόνων Thuc. один, не посовещавшись с народом; [[τούτῳ]] [[αὐτῷ]] διαφέρειν Polyb. различаться только этим;<br /><b class="num">4)</b> как таковой, подлинный, истинный (τὸ [[δίκαιον]] αὐτὸ или αὐτὸ [[δικαιοσύνη]] Plat.);<br /><b class="num">5)</b> (только с членом) тот же самый, такой же: ἐπὶ τὸ αὐτὸ αἱ γνῶμαι ἔφερον Thuc. мнения сошлись; τὸν αὐτὸν τρόπον Xen. одинаково; ἐν τῷ [[αὐτῷ]] Plat. в одном месте, вместе;<br /><b class="num">6)</b> самый, как раз: αὐτὸ τὸ [[περίορθρον]] Thuc. на самом рассвете; αὐτὸ [[τοὐναντίον]] Plat. как раз наоборот;<br /><b class="num">7)</b> in dat. (иногда с [[σύν]]) вместе, совместно, сообща с (αὐτῇ κεν γαίῃ αὐτῇ τε θαλάσσῃ Hom.; αὐταῖς ταῖς τριήρεσιν Xen.). | |||
}} | }} |