ἀφεγγής: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές και άφεγγος, -η, -ο (AM [[ἀφεγγής]], -ές) [[φέγγος]]<br />ο [[δίχως]] [[φέγγος]], ο [[σκοτεινός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>άφεγγα</i><br />[[πριν]] ξημερώσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αόρατος]], [[αμυδρός]], [[δυσδιάκριτος]]<br /><b>2.</b> [[ατυχής]], δυστυχισμένος<br /><b>3.</b> ο [[τυφλός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νυκτὸς ἀφεγγὲς [[βλέφαρον]]» — το [[φεγγάρι]]<br /><b>5.</b> «φῶς ἀφεγγὲς» — το φως που δεν [[είναι]] φως (για τους τυφλούς).
|mltxt=-ές και άφεγγος, -η, -ο (AM [[ἀφεγγής]], -ές) [[φέγγος]]<br />ο [[δίχως]] [[φέγγος]], ο [[σκοτεινός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>άφεγγα</i><br />[[πριν]] ξημερώσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αόρατος]], [[αμυδρός]], [[δυσδιάκριτος]]<br /><b>2.</b> [[ατυχής]], δυστυχισμένος<br /><b>3.</b> ο [[τυφλός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νυκτὸς ἀφεγγὲς [[βλέφαρον]]» — το [[φεγγάρι]]<br /><b>5.</b> «φῶς ἀφεγγὲς» — το φως που δεν [[είναι]] φως (για τους τυφλούς).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφεγγής:''' -ές ([[φέγγος]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν έχει φως, [[φῶς]] ἀφεγγές, το φως που δεν είναι φως, (λέγεται δηλ. για τους τυφλούς), σε Σοφ.· νυκτὸς ἀφεγγὲς [[βλέφαρον]], λέγεται για το [[φεγγάρι]], αντίθ. προς τον ήλιο, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκοτεινός]], [[αμυδρός]], [[ασαφής]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[δύσμοιρος]], [[ατυχής]], σε Σοφ.
}}
}}