Anonymous

ἀφεγγής: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφεγγής:''' -ές ([[φέγγος]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν έχει φως, [[φῶς]] ἀφεγγές, το φως που δεν είναι φως, (λέγεται δηλ. για τους τυφλούς), σε Σοφ.· νυκτὸς ἀφεγγὲς [[βλέφαρον]], λέγεται για το [[φεγγάρι]], αντίθ. προς τον ήλιο, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκοτεινός]], [[αμυδρός]], [[ασαφής]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[δύσμοιρος]], [[ατυχής]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀφεγγής:''' -ές ([[φέγγος]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν έχει φως, [[φῶς]] ἀφεγγές, το φως που δεν είναι φως, (λέγεται δηλ. για τους τυφλούς), σε Σοφ.· νυκτὸς ἀφεγγὲς [[βλέφαρον]], λέγεται για το [[φεγγάρι]], αντίθ. προς τον ήλιο, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκοτεινός]], [[αμυδρός]], [[ασαφής]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[δύσμοιρος]], [[ατυχής]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφεγγής:''' <b class="num">1)</b> несветящийся, т. е. невидимый, незримый ([[φῶς]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> неясный, смутный ([[ὀδμή]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> темный (νυκτὸς [[βλέφαρον]] Eur. = [[σελήνη]]; σκοτεινὸς καὶ ἀ. Plut.);<br /><b class="num">4)</b> мрачный, зловещий (ἀφεγγές τι φέρειν τινί Soph.).
}}
}}