ἀφυπνίζω: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀφυπνίζω]]) [[υπνίζω]]<br />[[ξυπνώ]] κάποιον, [[κάνω]] κάποιον να ξυπνήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξυπνώ]] [[αίσθημα]] ή [[πάθος]] που βρισκόταν σε λήθαργο, [[διεγείρω]], [[ξεσηκώνω]].
|mltxt=(AM [[ἀφυπνίζω]]) [[υπνίζω]]<br />[[ξυπνώ]] κάποιον, [[κάνω]] κάποιον να ξυπνήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξυπνώ]] [[αίσθημα]] ή [[πάθος]] που βρισκόταν σε λήθαργο, [[διεγείρω]], [[ξεσηκώνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφυπνίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[σηκώνω]], [[ξυπνώ]] κάποιον από τον ύπνο, σε Ευρ., Πλούτ.
}}
}}