Anonymous

ἀφυπνίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφυπνίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[σηκώνω]], [[ξυπνώ]] κάποιον από τον ύπνο, σε Ευρ., Πλούτ.
|lsmtext='''ἀφυπνίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[σηκώνω]], [[ξυπνώ]] κάποιον από τον ύπνο, σε Ευρ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφυπνίζω:''' будить, пробуждать от сна Eur., Plut.
}}
}}