βιώσιμος: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[βιώσιμος]], -ον)<br />αυτός που έχει πιθανότητες ή δυνατότητες να επιζήσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που μπορεί ή που αξίζει να ζήσει<br /><b>2.</b> (για χρόνο) αυτός τον οποίο [[πρέπει]] [[κανείς]] να περάσει στη ζωή του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βίος]] ή [[βίοτος]] με [[επίδραση]] του θ. <i>βιω</i>- του αορ. <i>εβίων</i> (<b>βλ.</b> <i>βιώ</i> ΙΙ). Ο τ. σχηματίστηκε [[κατά]] το [[πρότυπο]] του [[θανάσιμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θάνατος]])].
|mltxt=-η, -ο (AM [[βιώσιμος]], -ον)<br />αυτός που έχει πιθανότητες ή δυνατότητες να επιζήσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που μπορεί ή που αξίζει να ζήσει<br /><b>2.</b> (για χρόνο) αυτός τον οποίο [[πρέπει]] [[κανείς]] να περάσει στη ζωή του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βίος]] ή [[βίοτος]] με [[επίδραση]] του θ. <i>βιω</i>- του αορ. <i>εβίων</i> (<b>βλ.</b> <i>βιώ</i> ΙΙ). Ο τ. σχηματίστηκε [[κατά]] το [[πρότυπο]] του [[θανάσιμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θάνατος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βιώσιμος:''' -ον ([[βιόω]]), αυτός που βιώνεται, αυτός τον οποίο πρέπει [[κανείς]] να βιώσει, σε Ευρ.· οὐ βιώσιμόν [[ἐστί]] τινι, αυτό που δεν είναι καλό [[κάποιος]] να βιώσει, σε Ηρόδ., Σοφ.
}}
}}