3,270,382
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βιώσιμος:''' -ον ([[βιόω]]), αυτός που βιώνεται, αυτός τον οποίο πρέπει [[κανείς]] να βιώσει, σε Ευρ.· οὐ βιώσιμόν [[ἐστί]] τινι, αυτό που δεν είναι καλό [[κάποιος]] να βιώσει, σε Ηρόδ., Σοφ. | |lsmtext='''βιώσιμος:''' -ον ([[βιόω]]), αυτός που βιώνεται, αυτός τον οποίο πρέπει [[κανείς]] να βιώσει, σε Ευρ.· οὐ βιώσιμόν [[ἐστί]] τινι, αυτό που δεν είναι καλό [[κάποιος]] να βιώσει, σε Ηρόδ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βιώσῐμος:''' стоящий или могущий быть прожитым: τί γάρ μοι τῆσδ᾽ [[ἄτερ]] βιώσιμον; Soph. как могу я жить без нее?; οὐκ ἂν ἦν βιώσιμα ἀνθρώποισι Her. существование людей было бы невозможно; ὁ λοιπὸς β. [[χρόνος]] Eur. остаток жизни. | |||
}} | }} |