Anonymous

βιώσιμος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βιώσιμος:''' -ον ([[βιόω]]), αυτός που βιώνεται, αυτός τον οποίο πρέπει [[κανείς]] να βιώσει, σε Ευρ.· οὐ βιώσιμόν [[ἐστί]] τινι, αυτό που δεν είναι καλό [[κάποιος]] να βιώσει, σε Ηρόδ., Σοφ.
|lsmtext='''βιώσιμος:''' -ον ([[βιόω]]), αυτός που βιώνεται, αυτός τον οποίο πρέπει [[κανείς]] να βιώσει, σε Ευρ.· οὐ βιώσιμόν [[ἐστί]] τινι, αυτό που δεν είναι καλό [[κάποιος]] να βιώσει, σε Ηρόδ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''βιώσῐμος:''' стоящий или могущий быть прожитым: τί γάρ μοι τῆσδ᾽ [[ἄτερ]] βιώσιμον; Soph. как могу я жить без нее?; οὐκ ἂν ἦν βιώσιμα ἀνθρώποισι Her. существование людей было бы невозможно; ὁ λοιπὸς β. [[χρόνος]] Eur. остаток жизни.
}}
}}