βοηλάτης: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βοηλάτης]], ο (θηλ. -άτις, η) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης<br /><b>2.</b> ο [[βουκόλος]]<br /><b>3.</b> (για τον οίστρο) [[εκείνος]] που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν<br /><b>4.</b> (για τη [[βουκέντρα]]) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[βοηλάτης]] [[διθύραμβος]]» — [[διθύραμβος]] του οποίου ο [[ποιητής]] κερδίζει ταύρο ως [[βραβείο]] ή ο [[οποίος]] έχει [[σχέση]] με τη [[λατρεία]] του Διονύσου-Ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] (<i>βοός</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]], με [[επίδραση]] του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -<i>η</i>- (-<i>ηλάτης</i>) του β' συνθετικού (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμαξηλάτης]], [[αρματηλάτης]], [[ιππηλάτης]], [[ξενηλάτης]], [[στρατηλάτης]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[βοηλάτης]], ο (θηλ. -άτις, η) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης<br /><b>2.</b> ο [[βουκόλος]]<br /><b>3.</b> (για τον οίστρο) [[εκείνος]] που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν<br /><b>4.</b> (για τη [[βουκέντρα]]) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[βοηλάτης]] [[διθύραμβος]]» — [[διθύραμβος]] του οποίου ο [[ποιητής]] κερδίζει ταύρο ως [[βραβείο]] ή ο [[οποίος]] έχει [[σχέση]] με τη [[λατρεία]] του Διονύσου-Ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] (<i>βοός</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]], με [[επίδραση]] του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -<i>η</i>- (-<i>ηλάτης</i>) του β' συνθετικού (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμαξηλάτης]], [[αρματηλάτης]], [[ιππηλάτης]], [[ξενηλάτης]], [[στρατηλάτης]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βοηλάτης:''' -ου, ὁ, θηλ. -ηλάτις, -ιδος, ἡ ([[βοῦς]], [[ἐλαύνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αρπάζει τα βόδια, [[κλέφτης]] βοδιών, ζωοκλέφτης, [[άρπαγας]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[οδηγός]] κοπαδιού βοδιών, [[βοσκός]], στο ίδ.
}}
}}