βοηλάτης
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, fem. βοηλάτις, ιδος, ἡ· (βοῦς, ἐλαύνω):—
A one that drives away oxen, cattle-lifter, S.Ichn.117, AP11.176 (Lucill.).
II ox-driving, ῥάβδος APl.4.200 (Mosch.); ox-tormenting, μύωψ A.Supp.307.
III cattle-driver, Lys.7.19, Pl.Plt. 261d, PLond.3.1177.112 (ii A. D.).
IV βοηλάτης διθύραμβος = the dithyramb which gains a bull for the prize, Pi.O.13.19.
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): dór. βοηλάτας Pi.O.13.19
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1aguijoneador de la res β. μύωψ A.Supp.307.
2 de donde conductor de ganado β. διθύραμβος en la procesión sacrificial, Pi.l.c., cf. Hld.3.2.1.
II subst.
1 boyero, vaquero, pastor de ganado Pl.Plt.261d, Plu.Cat.Ma.4, Ael.VH 9.23
•en una expedición milit., D.Chr.12.17
•conductor de carreta de bueyes, carretero Lys.7.19, PLond.1177.112, 119 (II d.C.), PAmh.155.3 (V d.C.) en BL 1.5.
2 abigeo de Hermes, S.Fr.314.123, AP 11.176 (Lucill.)
•de Heracles, Lyc.1346.
German (Pape)
[Seite 451] ὁ, 1) Rinder wegtreibend, raubend, Lucill. 41 (XI, 176); Lycophr. 1346. – 2) Ochsen treibend, stechend, μύωψ Aesch. Suppl. 608; Ochsenhirt, Plat. Polit. 261 d; der Ackermann mit seinem Gespann, Lys. 7, 19. – 3) διθύραμβος Pind. Ol. 13, 19, einen Ochsen als Siegespreis davontragend.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
litt. qui pousse des bœufs devant soi, d'où
I. qui aiguillonne les bœufs ; d'où
1 laboureur;
2 qui pique et tourmente les bœufs (taon);
II. qui conduit des bœufs, conducteur d'un attelage de bœufs.
Étymologie: βοῦς, ἐλαύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοηλάτης -ου, ὁ βοῦς, ἐλαύνω ossendrijver; overdr. voor een gedicht met een rund als prijs; Pind.; adj. runderen kwellend:. βοηλάτην μύωπα een runderen kwellende horzel Aeschl. Suppl. 307.
Russian (Dvoretsky)
βοηλάτης: ου ὁ
1 погонщик рогатого скота или пастух Lys., Plat.;
2 получающий в награду быка (διθύραμβος Pind.);
3 мучитель рогатого скота (μύωψ Aesch.);
4 крадущий быков (Ἑρμῆς Anth.).
Middle Liddell
βοῦς, ἐλαύνω
I. one that drives away oxen, a cattle-lifter, Anth.
II. ox-driving, Anth.
Greek Monolingual
βοηλάτης, ο (θηλ. -άτις, η) (Α)
1. αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης
2. ο βουκόλος
3. (για τον οίστρο) εκείνος που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν
4. (για τη βουκέντρα) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν
5. φρ. «βοηλάτης διθύραμβος» — διθύραμβος του οποίου ο ποιητής κερδίζει ταύρο ως βραβείο ή ο οποίος έχει σχέση με τη λατρεία του Διονύσου-Ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -ηλάτης < ελαύνω, με επίδραση του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -η- (-ηλάτης) του β' συνθετικού (πρβλ. αμαξηλάτης, αρματηλάτης, ιππηλάτης, ξενηλάτης, στρατηλάτης κ.ά.)].
Greek Monotonic
βοηλάτης: -ου, ὁ, θηλ. -ηλάτις, -ιδος, ἡ (βοῦς, ἐλαύνω),
I. αυτός που αρπάζει τα βόδια, κλέφτης βοδιών, ζωοκλέφτης, άρπαγας, σε Ανθ.
II. οδηγός κοπαδιού βοδιών, βοσκός, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
βοηλάτης: -ου, ὁ, θηλ. –ηλάτις, ιδος, ἡ, (βοῦς, ἐλαύνω) = ὁ ἀπάγων βοῦς, κλέπτης βοῶν, Ἀνθ. II. 11. 176. ΙΙ. ὁ τοὺς βοῦς κεντῶν, ἀναγκάζων, ἐρεθίζων, ῥάβδος Ἀνθ. Πλαν. 200 · ὁ τοὺς βοῦς βασανίζων, μύωψ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 307. ΙΙΙ. ὁ βόσκων βοῦς, Λυσ. 110. 7, Πλάτ. Πολιτ. 261D. IV. ἐν Πινδ. Ο. 13. 26, β. διθύραμβος, ὅστις κερδαίνει ταῦρον ὡς βραβεῖον · ἢ δυνατὸν ἡ λέξις νὰ ἀναφέρηται εἰς τὴν λατρείαν τοῦ Διονύσου Ταύρου · ἴδε Donaldson ἐν τῷ αὐτῷ χωρίῳ.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού κλέβει τά βόδια). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις: βοῦς + ἐλαύνω.
Παράγωγα: βοηλατέω, βοηλασία, βοηλατικός.
Translations
herdsman
Arabic: رَاعٍ; Egyptian Arabic: راعي; Bashkir: көтөүсе; Belarusian: пастух; Bulgarian: пастир; Chinese Mandarin: 牧民, 牧人, 牧夫; Czech: pastýř, pastevec, pasák; Dutch: herder; Finnish: paimen; French: éleveur de bétail, gardien; German: Schäfer, Hirt; Gothic: 𐌷𐌰𐌹𐍂𐌳𐌴𐌹𐍃; Ancient Greek: αἰσυητήρ, αἰσυιητήρ, ἀμορβεύς, ἀμορβός, βοηλάτης, βοηνόμος, βοοβοσκός, βοονόμος, βοοτρόφος, βοσκήτωρ, βοσκός, βόσκων, βοτήρ, βότης, βουβότης, βουκαῖος, βουκόλος, βουκόλλων, βοῦκος, βουπελάτης, βουποίμην, βούτας, βούτης, βουτρόφος, βουφορβός, βῶκος, βώτωρ, ἐπιβουκόλος, κτηνοτρόφος, μηλοβότας, μηλοβότης, μηλονόμας, μηλονόμης, νομεύς, οἰονόμος, ποιμάν, ποιμήν, σαμάντωρ, σηκοκόρος, σημαντήρ, σημάντωρ, φερβήτης; Hungarian: gulyás; Icelandic: hjarðmaður, hirðir; Irish: feighlí bó, maor, aoire; Italian: bovaro; Japanese: 牧人, 牧夫; Kazakh: бақташы, малшы, сиыршы, табыншы; Korean: 목자(牧者); Latin: armentarius, bubulcus; Lithuanian: piemuo; Macedonian: овчар; Malay: gembala; Manchu: ᠠᡩᡠᠴᡳ; Maori: hēpara; Middle English: herde, herdeman; Mongolian Cyrillic: малчин; Mongolian: ᠮᠠᠯᠴᠢᠨ; Navajo: naʼniłkaadí; Plautdietsch: Hoad; Polish: pastuch; Portuguese: pastor; Romanian: cioban, păstor; Russian: пастух; Serbo-Croatian Cyrillic: па̀стӣр, чо̀бан, о̀вча̄р; Roman: pàstīr, čòban, òvčār; Slovak: pastier, pasák; Slovene: pastir; Spanish: pastor, vaquero; Swahili: mchungaji; Swedish: herde, fåraherde; Tuvan: малчын, кадарчы; Ukrainian: пастух; Westrobothnian: gjetar; Yakut: маныыһыт, бостуук