γεωργέω: Difference between revisions

3
(T22)
(3)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=γεωργῷ: ([[present]] [[passive]] γεωργοῦμαι); ([[γεωργός]], [[which]] [[see]]); to [[practise]] [[agriculture]], to [[till]] the [[ground]]: [[τήν]] γῆν ([[Plato]], Theag., p. 121b.; [[Eryx]]., p. 392d.; (others); 1Esdr. 4:6; Hebrews 6:7.
|txtha=γεωργῷ: ([[present]] [[passive]] γεωργοῦμαι); ([[γεωργός]], [[which]] [[see]]); to [[practise]] [[agriculture]], to [[till]] the [[ground]]: [[τήν]] γῆν ([[Plato]], Theag., p. 121b.; [[Eryx]]., p. 392d.; (others); 1Esdr. 4:6; Hebrews 6:7.
}}
{{lsm
|lsmtext='''γεωργέω:''' ([[γεωργός]]), μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[αγρότης]], [[γεωργός]], [[καλλιεργητής]], σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ., [[καλλιεργώ]], [[οργώνω]], [[αροτριώ]], σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[εργάζομαι]] σε [[κάτι]], [[ασκώ]] [[κάτι]], Λατ. agitare, στον ίδ.· [[γεωργέω]] ἔκ τινος, [[αποκομίζω]] κέρδη από [[κάτι]], ζω από αυτό, στον ίδ.
}}
}}