Anonymous

γεωργέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γεωργέω:''' ([[γεωργός]]), μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[αγρότης]], [[γεωργός]], [[καλλιεργητής]], σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ., [[καλλιεργώ]], [[οργώνω]], [[αροτριώ]], σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[εργάζομαι]] σε [[κάτι]], [[ασκώ]] [[κάτι]], Λατ. agitare, στον ίδ.· [[γεωργέω]] ἔκ τινος, [[αποκομίζω]] κέρδη από [[κάτι]], ζω από αυτό, στον ίδ.
|lsmtext='''γεωργέω:''' ([[γεωργός]]), μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[αγρότης]], [[γεωργός]], [[καλλιεργητής]], σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ., [[καλλιεργώ]], [[οργώνω]], [[αροτριώ]], σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[εργάζομαι]] σε [[κάτι]], [[ασκώ]] [[κάτι]], Λατ. agitare, στον ίδ.· [[γεωργέω]] ἔκ τινος, [[αποκομίζω]] κέρδη από [[κάτι]], ζω από αυτό, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γεωργέω:''' <b class="num">1)</b> заниматься земледелием, быть земледельцем Lys., Xen., Plat., Arst., Dem.: οἱ γεωργοῦντες Arst. земледельцы;<br /><b class="num">2)</b> с.-х. возделывать, обрабатывать (νήσους Thuc.; ἀγρόν Arph.; γῆν Plat., Arst.): γεωργίαν γ. Arst. заниматься земледелием;<br /><b class="num">3)</b> выращивать, разводить (γεωργούμενα φυτά Arst.);<br /><b class="num">4)</b> делать, творить: γ. [[φιλίαν]] Plut. иметь друзей, дружить, хранить святость дружбы; [[ταῦτα]] γεωργεῖ Dem. вот чем он занимается;<br /><b class="num">5)</b> извлекать пользу (ἔκ τινος Dem.).
}}
}}