δρῶπαξ: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δρῶπαξ]], ο (AM)<br /><b>1.</b> [[έμπλαστρο]] από [[πίσσα]] ανακατωμένη με άλλες φαρμακευτικές ουσίες κατάλληλο για [[αποψίλωση]], αποτριχωτική [[αλοιφή]]<br /><b>2.</b> άντρας που φροντίζει υπερβολικά τον καλλωπισμό του δέρματός του, [[κίναιδος]].
|mltxt=[[δρῶπαξ]], ο (AM)<br /><b>1.</b> [[έμπλαστρο]] από [[πίσσα]] ανακατωμένη με άλλες φαρμακευτικές ουσίες κατάλληλο για [[αποψίλωση]], αποτριχωτική [[αλοιφή]]<br /><b>2.</b> άντρας που φροντίζει υπερβολικά τον καλλωπισμό του δέρματός του, [[κίναιδος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δρῶπαξ:''' -ᾰκος, ὁ ([[δρέπω]]), [[έμπλαστρο]] από [[πίσσα]].
}}
}}