Anonymous

δρῶπαξ: Difference between revisions

From LSJ
9
(Bailly1_2)
(9)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />sorte d’emplâtre de résine, onguent pour épiler.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[δρέπω]].
|btext=ακος (ὁ) :<br />sorte d’emplâtre de résine, onguent pour épiler.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[δρέπω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[δρῶπαξ]], ο (AM)<br /><b>1.</b> [[έμπλαστρο]] από [[πίσσα]] ανακατωμένη με άλλες φαρμακευτικές ουσίες κατάλληλο για [[αποψίλωση]], αποτριχωτική [[αλοιφή]]<br /><b>2.</b> άντρας που φροντίζει υπερβολικά τον καλλωπισμό του δέρματός του, [[κίναιδος]].
}}
}}