3,274,916
edits
(9) |
(4) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[δύναμαι]])<br /><b>1.</b> έχω τη [[δύναμη]], την [[ικανότητα]], [[είμαι]] σε [[θέση]], [[μπορώ]] («[[ὥστε]] μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> έχω την [[ελευθερία]], το [[δικαίωμα]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ»)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[κατάλληλος]] («γῆ δυναμένη σπείρεσθαι»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ηθική]] [[δύναμη]]) [[είμαι]] [[ικανός]], [[τολμώ]] ή [[ανέχομαι]] να [[κάνω]] [[κάτι]] (συνήθ. με [[άρνηση]]) («[[οὐδέ]] τελευτὴν ποιήσειν δύναται», Οδ.)<br /><b>2.</b> [[απολαμβάνω]] νομικό [[δικαίωμα]]<br /><b>3.</b> (με τα ως, όπως ή αναφ. αντων. και υπερθετικό) δηλώνει τον ανώτατο βαθμό του δυνατού («ὡς [[δύναμαι]] [[μάλιστα]] κατατείνας [[λέγω]]», <b>Πλάτ.</b> Πολιτ.)<br /><b>4.</b> [[ισοδυναμώ]], θεωρούμαι [[ισοδύναμος]] με [[κάτι]] («τους τε λόγους ἀφ' ὑμῶν ὡς ἔργα δυναμένους κρινεῑ» — τους λόγους σας θα τους θεωρήσει ισοδύναμους με [[λόγια]], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> (για νομίσματα) α) [[αξίζω]], [[ισοδυναμώ]]<br />β) [[περνώ]], [[ισχύω]]<br /><b>6.</b> (για αριθμό) [[ισοδυναμώ]], [[είμαι]] [[ίσος]] ή [[ισοδύναμος]]<br /><b>7.</b> (για αριθμό που πολλαπλασιάζεται) [[ανέρχομαι]]<br /><b>8.</b> (για [[λέξη]]) [[δηλώνω]], [[σημαίνω]], [[εκφράζω]]<br /><b>9.</b> [[χρησιμεύω]] σε [[κάτι]]<br /><b>10.</b> (για [[πράγμα]]) [[σημαίνω]], [[φανερώνω]]<br /><b>11.</b> <b>μαθ.</b> α) «δύνασθαί τι» — υψούμενος στο [[τετράγωνο]] «ἰσοῡμαι» <br />β) <i>η δυναμένη</i><br />πυθαγορική [[ονομασία]] της υποτείνουσας του ορθογώνιου τριγώνου<br /><b>12.</b> <b>απρόσ.</b> [[είναι]] δυνατό («τοῑσι Σπαρτιήτῃσι καλλιερῆσαι οὐκ ἐδύνατο», Ηρ.)<br /><b>13.</b> α) <i>οι δυνάμενοι</i><br />άνθρωποι με [[δύναμη]] ή [[επιρροή]]<br />β) <i>ο δυνάμενος</i><br />ο οικονομικά [[ανεξάρτητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δυ</i>-<i>ν</i>-<i>α</i>-<i>μαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λί</i>-<i>ν</i>-<i>α</i>-<i>μαι</i>, <i>πιλ</i>- <i>να</i>-<i>μαι</i>)<br />Στο [[θέμα]] του ενεστωτικού τ. απαντά έρρινο [[πρόσφυμα]] (-<i>ν</i>-) όπως [[άλλωστε]] και στα <i>λα</i>-<i>μ</i>-<i>β</i>-<i>ά</i>-<i>νω</i>, <i>λα</i>-<i>ν</i>-<i>θ</i>-<i>άνω</i>, το οποίο όμως διατηρείται και στους υπόλοιπους ρηματικούς τύπους (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δυν</i>-<i>ά</i>-<i>σθην</i> [[αντί]] <i>δυάσθην</i>, <i>δυν</i>-<i>ή</i>-<i>σομαι</i> [[αντί]] <i>δυή</i>-<i>σομαι</i> [[αλλά]] <i>λιά</i>-<i>σθην</i>, <i>έλαβον</i>) και σε όλο το ονοματικό [[σύστημα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δύνα</i>-<i>μις</i>). Τό [[θέμα]] [[χωρίς]] το έρρινο [[πρόσφυμα]], <i>δυα</i>-, <i>δυᾱ</i>- (<i>δυη</i>-) <i>δF</i><i>ā</i>- (<i>du</i>-<i>∂</i><sub>2</sub>-, <i>du</i>-<i>e∂</i><sub>2</sub>-), παρουσιάζει μορφολογική [[ομοιότητα]] με το θ. <i>δ</i>(<i>F</i>)<i>ā</i>, που απαντά στους τ. <i>δ</i>(<i>F</i>)<i>ā</i><i>ν</i>, <i>δ</i>(<i>F</i>)<i>ᾱ</i>-<i>ρός</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>δήν</i>, [[δηρός]]), [[χωρίς]] όμως να υπάρχει [[σαφής]] σημασιολογική [[σχέση]] [[ανάμεσα]] στο [[δύναμαι]] «[[μπορώ]]» και στα <i>δην</i>, [[δηρός]] που εκφράζουν την [[έννοια]] της διάρκειας. Τέλος ο μτγν. τ. [[δύνομαι]] αποτελεί μεταπλασμένο θεματικό ενεστώτα]. | |mltxt=(AM [[δύναμαι]])<br /><b>1.</b> έχω τη [[δύναμη]], την [[ικανότητα]], [[είμαι]] σε [[θέση]], [[μπορώ]] («[[ὥστε]] μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> έχω την [[ελευθερία]], το [[δικαίωμα]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ»)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[κατάλληλος]] («γῆ δυναμένη σπείρεσθαι»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ηθική]] [[δύναμη]]) [[είμαι]] [[ικανός]], [[τολμώ]] ή [[ανέχομαι]] να [[κάνω]] [[κάτι]] (συνήθ. με [[άρνηση]]) («[[οὐδέ]] τελευτὴν ποιήσειν δύναται», Οδ.)<br /><b>2.</b> [[απολαμβάνω]] νομικό [[δικαίωμα]]<br /><b>3.</b> (με τα ως, όπως ή αναφ. αντων. και υπερθετικό) δηλώνει τον ανώτατο βαθμό του δυνατού («ὡς [[δύναμαι]] [[μάλιστα]] κατατείνας [[λέγω]]», <b>Πλάτ.</b> Πολιτ.)<br /><b>4.</b> [[ισοδυναμώ]], θεωρούμαι [[ισοδύναμος]] με [[κάτι]] («τους τε λόγους ἀφ' ὑμῶν ὡς ἔργα δυναμένους κρινεῑ» — τους λόγους σας θα τους θεωρήσει ισοδύναμους με [[λόγια]], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> (για νομίσματα) α) [[αξίζω]], [[ισοδυναμώ]]<br />β) [[περνώ]], [[ισχύω]]<br /><b>6.</b> (για αριθμό) [[ισοδυναμώ]], [[είμαι]] [[ίσος]] ή [[ισοδύναμος]]<br /><b>7.</b> (για αριθμό που πολλαπλασιάζεται) [[ανέρχομαι]]<br /><b>8.</b> (για [[λέξη]]) [[δηλώνω]], [[σημαίνω]], [[εκφράζω]]<br /><b>9.</b> [[χρησιμεύω]] σε [[κάτι]]<br /><b>10.</b> (για [[πράγμα]]) [[σημαίνω]], [[φανερώνω]]<br /><b>11.</b> <b>μαθ.</b> α) «δύνασθαί τι» — υψούμενος στο [[τετράγωνο]] «ἰσοῡμαι» <br />β) <i>η δυναμένη</i><br />πυθαγορική [[ονομασία]] της υποτείνουσας του ορθογώνιου τριγώνου<br /><b>12.</b> <b>απρόσ.</b> [[είναι]] δυνατό («τοῑσι Σπαρτιήτῃσι καλλιερῆσαι οὐκ ἐδύνατο», Ηρ.)<br /><b>13.</b> α) <i>οι δυνάμενοι</i><br />άνθρωποι με [[δύναμη]] ή [[επιρροή]]<br />β) <i>ο δυνάμενος</i><br />ο οικονομικά [[ανεξάρτητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δυ</i>-<i>ν</i>-<i>α</i>-<i>μαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λί</i>-<i>ν</i>-<i>α</i>-<i>μαι</i>, <i>πιλ</i>- <i>να</i>-<i>μαι</i>)<br />Στο [[θέμα]] του ενεστωτικού τ. απαντά έρρινο [[πρόσφυμα]] (-<i>ν</i>-) όπως [[άλλωστε]] και στα <i>λα</i>-<i>μ</i>-<i>β</i>-<i>ά</i>-<i>νω</i>, <i>λα</i>-<i>ν</i>-<i>θ</i>-<i>άνω</i>, το οποίο όμως διατηρείται και στους υπόλοιπους ρηματικούς τύπους (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δυν</i>-<i>ά</i>-<i>σθην</i> [[αντί]] <i>δυάσθην</i>, <i>δυν</i>-<i>ή</i>-<i>σομαι</i> [[αντί]] <i>δυή</i>-<i>σομαι</i> [[αλλά]] <i>λιά</i>-<i>σθην</i>, <i>έλαβον</i>) και σε όλο το ονοματικό [[σύστημα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δύνα</i>-<i>μις</i>). Τό [[θέμα]] [[χωρίς]] το έρρινο [[πρόσφυμα]], <i>δυα</i>-, <i>δυᾱ</i>- (<i>δυη</i>-) <i>δF</i><i>ā</i>- (<i>du</i>-<i>∂</i><sub>2</sub>-, <i>du</i>-<i>e∂</i><sub>2</sub>-), παρουσιάζει μορφολογική [[ομοιότητα]] με το θ. <i>δ</i>(<i>F</i>)<i>ā</i>, που απαντά στους τ. <i>δ</i>(<i>F</i>)<i>ā</i><i>ν</i>, <i>δ</i>(<i>F</i>)<i>ᾱ</i>-<i>ρός</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>δήν</i>, [[δηρός]]), [[χωρίς]] όμως να υπάρχει [[σαφής]] σημασιολογική [[σχέση]] [[ανάμεσα]] στο [[δύναμαι]] «[[μπορώ]]» και στα <i>δην</i>, [[δηρός]] που εκφράζουν την [[έννοια]] της διάρκειας. Τέλος ο μτγν. τ. [[δύνομαι]] αποτελεί μεταπλασμένο θεματικό ενεστώτα]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δύνᾰμαι:''' αποθ., [[κλίση]] σε ενεστ. και παρατ. όπως το [[ἵσταμαι]]· βʹ ενικ. [[δύνασαι]], Αττ. [[δύνᾳ]]· Ιων. [[δύνῃ]]· Ιων. γʹ πληθ. [[δυνέαται]]· υποτ. <i>δύνωμαι</i>, Επικ. βʹ ενικ. <i>δύνησι</i>, Αττ. [[δύνῃ]]· βʹ ενικ. παρατ. [[ἐδύνω]], Ιων. γʹ πληθ. [[ἐδυνέατο]], μέλ. [[δυνήσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐδυνησάμην</i>, Επικ. [[δυνησάμην]], επίσης <i>ἐδυνάσθην</i>, Επικ. <i>δυνάσθην</i>, στην Αττ. [[ἐδυνήθην]], παρακ. [[δεδύνημαι]]. Ο αόρ. αʹ έχει επίσης [[διπλή]] [[αύξηση]], [[ἠδυνάμην]], [[ἠδυνήθην]].<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μπορώ]], είμαι [[ικανός]], [[δυνατός]], έχω τη [[δύναμη]] να κάνω, με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· [[αλλά]] το απαρ. [[συχνά]] παραλείπεται, [[Ζεὺς]] δύναται ἅπαντα (ενν. <i>ποιεῖν</i>), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως επίσης, [[μέγα]] δυνάμενος, [[πολύ]] [[δυνατός]], [[πανίσχυρος]], στο ίδ.· <i>οἱ δυνάμενοι</i>, άνδρες που έχουν [[δύναμη]], [[εξουσία]], σε Ευρ., Θουκ.· δυνάμενος [[παρά]] τινι, έχοντας [[δύναμη]], [[επιρροή]] με αυτόν, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι σε [[θέση]], δηλ. [[τολμώ]] ή [[αντέχω]] να κάνω [[κάτι]], <i>οὐδὲ ποιήσειν δύναται</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[οὐκέτι]] ἐδύνατο βιοτεύειν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με το <i>ὡς</i> και υπερθ., <i>ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα</i>, όσο πιο [[κρυφά]], όσο πιο [[μυστικά]] μπορούσαν, στον ίδ.· ὡς [[δύναμαι]] [[μάλιστα]], όσο το δυνατόν περισσότερο [[μπορώ]], σε Πλάτ.· ή [[απλώς]], <i>ὡς ἐδύνατο</i>, με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσε, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ισοδυναμώ]], [[λογίζομαι]], θεωρούμαι, δηλ.:<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για χρήματα, [[αξίζω]] τόσο, με αιτ., ὁ [[σίγλος]] δύναται ἑπτὰ ὀβολούς, ο [[σίγλος]] ισοδυναμεί, αξίζει [[εφτά]] οβολούς, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για αριθμούς, είμαι [[ισοδύναμος]] με, [[ισάξιος]] με, τριηκόσιαι γενεαὶ [[δυνέαται]] μύρια ἔτεα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για λέξεις, [[σημαίνω]], [[δηλώνω]], Λατ. valere, στον ίδ. κ.λπ.· [[ἴσον]] δύναται, Λατ. [[idem]] valet, στον ίδ.· <i>τὴν αὐτὴν δύνασθαι δουλείαν</i>, εννοώντας την [[ίδια]] [[δουλεία]], την [[σκλαβιά]], σε Θουκ.· επίσης, [[ωφελώ]], [[χρησιμεύω]], <i>οὐδένα καιρὸν δύναται</i>, δεν χρησιμεύει σε [[τίποτα]], για κανένα σκοπό, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> απρόσ., <i>οὐ δύναται</i>, με απαρ., δεν είναι δυνατόν να είναι, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |