Anonymous

δύναμαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 42: Line 42:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύνᾰμαι:''' αποθ., [[κλίση]] σε ενεστ. και παρατ. όπως το [[ἵσταμαι]]· βʹ ενικ. [[δύνασαι]], Αττ. [[δύνᾳ]]· Ιων. [[δύνῃ]]· Ιων. γʹ πληθ. [[δυνέαται]]· υποτ. <i>δύνωμαι</i>, Επικ. βʹ ενικ. <i>δύνησι</i>, Αττ. [[δύνῃ]]· βʹ ενικ. παρατ. [[ἐδύνω]], Ιων. γʹ πληθ. [[ἐδυνέατο]], μέλ. [[δυνήσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐδυνησάμην</i>, Επικ. [[δυνησάμην]], επίσης <i>ἐδυνάσθην</i>, Επικ. <i>δυνάσθην</i>, στην Αττ. [[ἐδυνήθην]], παρακ. [[δεδύνημαι]]. Ο αόρ. αʹ έχει επίσης [[διπλή]] [[αύξηση]], [[ἠδυνάμην]], [[ἠδυνήθην]].<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μπορώ]], είμαι [[ικανός]], [[δυνατός]], έχω τη [[δύναμη]] να κάνω, με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· [[αλλά]] το απαρ. [[συχνά]] παραλείπεται, [[Ζεὺς]] δύναται ἅπαντα (ενν. <i>ποιεῖν</i>), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως επίσης, [[μέγα]] δυνάμενος, [[πολύ]] [[δυνατός]], [[πανίσχυρος]], στο ίδ.· <i>οἱ δυνάμενοι</i>, άνδρες που έχουν [[δύναμη]], [[εξουσία]], σε Ευρ., Θουκ.· δυνάμενος [[παρά]] τινι, έχοντας [[δύναμη]], [[επιρροή]] με αυτόν, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι σε [[θέση]], δηλ. [[τολμώ]] ή [[αντέχω]] να κάνω [[κάτι]], <i>οὐδὲ ποιήσειν δύναται</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[οὐκέτι]] ἐδύνατο βιοτεύειν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με το <i>ὡς</i> και υπερθ., <i>ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα</i>, όσο πιο [[κρυφά]], όσο πιο [[μυστικά]] μπορούσαν, στον ίδ.· ὡς [[δύναμαι]] [[μάλιστα]], όσο το δυνατόν περισσότερο [[μπορώ]], σε Πλάτ.· ή [[απλώς]], <i>ὡς ἐδύνατο</i>, με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσε, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ισοδυναμώ]], [[λογίζομαι]], θεωρούμαι, δηλ.:<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για χρήματα, [[αξίζω]] τόσο, με αιτ., ὁ [[σίγλος]] δύναται ἑπτὰ ὀβολούς, ο [[σίγλος]] ισοδυναμεί, αξίζει [[εφτά]] οβολούς, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για αριθμούς, είμαι [[ισοδύναμος]] με, [[ισάξιος]] με, τριηκόσιαι γενεαὶ [[δυνέαται]] μύρια ἔτεα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για λέξεις, [[σημαίνω]], [[δηλώνω]], Λατ. valere, στον ίδ. κ.λπ.· [[ἴσον]] δύναται, Λατ. [[idem]] valet, στον ίδ.· <i>τὴν αὐτὴν δύνασθαι δουλείαν</i>, εννοώντας την [[ίδια]] [[δουλεία]], την [[σκλαβιά]], σε Θουκ.· επίσης, [[ωφελώ]], [[χρησιμεύω]], <i>οὐδένα καιρὸν δύναται</i>, δεν χρησιμεύει σε [[τίποτα]], για κανένα σκοπό, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> απρόσ., <i>οὐ δύναται</i>, με απαρ., δεν είναι δυνατόν να είναι, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''δύνᾰμαι:''' αποθ., [[κλίση]] σε ενεστ. και παρατ. όπως το [[ἵσταμαι]]· βʹ ενικ. [[δύνασαι]], Αττ. [[δύνᾳ]]· Ιων. [[δύνῃ]]· Ιων. γʹ πληθ. [[δυνέαται]]· υποτ. <i>δύνωμαι</i>, Επικ. βʹ ενικ. <i>δύνησι</i>, Αττ. [[δύνῃ]]· βʹ ενικ. παρατ. [[ἐδύνω]], Ιων. γʹ πληθ. [[ἐδυνέατο]], μέλ. [[δυνήσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐδυνησάμην</i>, Επικ. [[δυνησάμην]], επίσης <i>ἐδυνάσθην</i>, Επικ. <i>δυνάσθην</i>, στην Αττ. [[ἐδυνήθην]], παρακ. [[δεδύνημαι]]. Ο αόρ. αʹ έχει επίσης [[διπλή]] [[αύξηση]], [[ἠδυνάμην]], [[ἠδυνήθην]].<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μπορώ]], είμαι [[ικανός]], [[δυνατός]], έχω τη [[δύναμη]] να κάνω, με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· [[αλλά]] το απαρ. [[συχνά]] παραλείπεται, [[Ζεὺς]] δύναται ἅπαντα (ενν. <i>ποιεῖν</i>), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως επίσης, [[μέγα]] δυνάμενος, [[πολύ]] [[δυνατός]], [[πανίσχυρος]], στο ίδ.· <i>οἱ δυνάμενοι</i>, άνδρες που έχουν [[δύναμη]], [[εξουσία]], σε Ευρ., Θουκ.· δυνάμενος [[παρά]] τινι, έχοντας [[δύναμη]], [[επιρροή]] με αυτόν, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι σε [[θέση]], δηλ. [[τολμώ]] ή [[αντέχω]] να κάνω [[κάτι]], <i>οὐδὲ ποιήσειν δύναται</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[οὐκέτι]] ἐδύνατο βιοτεύειν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με το <i>ὡς</i> και υπερθ., <i>ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα</i>, όσο πιο [[κρυφά]], όσο πιο [[μυστικά]] μπορούσαν, στον ίδ.· ὡς [[δύναμαι]] [[μάλιστα]], όσο το δυνατόν περισσότερο [[μπορώ]], σε Πλάτ.· ή [[απλώς]], <i>ὡς ἐδύνατο</i>, με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσε, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ισοδυναμώ]], [[λογίζομαι]], θεωρούμαι, δηλ.:<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για χρήματα, [[αξίζω]] τόσο, με αιτ., ὁ [[σίγλος]] δύναται ἑπτὰ ὀβολούς, ο [[σίγλος]] ισοδυναμεί, αξίζει [[εφτά]] οβολούς, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για αριθμούς, είμαι [[ισοδύναμος]] με, [[ισάξιος]] με, τριηκόσιαι γενεαὶ [[δυνέαται]] μύρια ἔτεα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για λέξεις, [[σημαίνω]], [[δηλώνω]], Λατ. valere, στον ίδ. κ.λπ.· [[ἴσον]] δύναται, Λατ. [[idem]] valet, στον ίδ.· <i>τὴν αὐτὴν δύνασθαι δουλείαν</i>, εννοώντας την [[ίδια]] [[δουλεία]], την [[σκλαβιά]], σε Θουκ.· επίσης, [[ωφελώ]], [[χρησιμεύω]], <i>οὐδένα καιρὸν δύναται</i>, δεν χρησιμεύει σε [[τίποτα]], για κανένα σκοπό, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> απρόσ., <i>οὐ δύναται</i>, με απαρ., δεν είναι δυνατόν να είναι, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύνᾰμαι:''' (ῠ) (impf. ἐδυνάμην - поэт. тж. [[ἠδυνάμην]], эп. [[δυνάμην]]; aor. [[ἐδυνήθην]] - поэт. тж. [[ἠδυνήθην]], эп.-дор.-ион. ἐδυνάσθην, дор. ἐδυνάθην с ᾱ, эп. med. ἐδυνησάμην и [[δυνησάμην]]; pf. [[δεδύνημαι]])<br /><b class="num">1)</b> мочь, быть в состоянии (τι Hom. и ποιεῖν τι Trag., Her., Thuc., Arst., Polyb., Plut.): οὐ [[δύναμαι]] μὴ γελᾶν Arph. не могу удержаться от смеха; οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι Thuc. не будучи в состоянии выдержать осаду; ὡς или ᾗ ἐδύνατο [[τάχιστα]] Xen. так быстро, как только мог; [[οὕτως]] [[ὅπως]] ἂν δυνώμεθα Isocr. изо всех наших сил; δύναται impers. Plut. возможно; οὐκ ἐδύνατό τινι Her. оказалось невозможным для кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> быть сильным, крепким: τῷ σώματι δ. Lys. быть физически здоровым; δ. χρήμασι Lys. быть состоятельным человеком; τὰ μὴ δυνάμενα τῶν ὑποζυγίων Xen. те из вьючных животных, которые устали;<br /><b class="num">3)</b> иметь силу, быть могущественным, влиятельным ([[παρά]] τινι Aesch., Her., Thuc.): οἱ (τὸ) [[μέγιστον]] δυνάμενοι Xen., Plat. наиболее влиятельные лица;<br /><b class="num">4)</b> иметь цену или стоимость, стоить, равняться (ἑπτὰ ὀβολούς Xen.; [[εἴκοσι]] δραχμάς Dem., Plut.);<br /><b class="num">5)</b> равняться, составлять (τριηκόσιαι [[ἀνδρῶν]] γενεαὶ [[δυνέαται]] μύρια ἔτεα Her.);<br /><b class="num">6)</b> (о деньгах) иметь хождение (παρ᾽ ἐκείνοις δύναται [[Αἰγιναῖος]] [[ὀβολός]] Luc.): τὸ [[νόμισμα]] οὐκ ἀεὶ [[ἴσον]] δύναται Arst. деньги не всегда сохраняют одинаковый курс;<br /><b class="num">7)</b> значить, означать; τί ποτε δύναται; Plat. что это, собственно, значит?; τὸ [[οὔνομα]] [[τοῦτο]] ἐστὶ μὲν Λιβυκόν, δύναται δὲ κατ᾽ Ἑλλάδα γλῶσσαν βουνοί Her. это слово - ливийское, а по-гречески оно значит «холмы»; αὑταὶ αἱ ἀγγελίαι [[τοῦτο]] δύνανται Thuc. вот что означают эти вести;<br /><b class="num">8)</b> мат. быть возведенным в степень: [[αὔξησις]] δυναμένη Plat. увеличение путем возведения в степень.
}}
}}