3,277,114
edits
(10) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δύσελπις]] ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ελπίζει, απελπισμένος<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει [[απελπισία]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν αναμένεται πια («[[δύσελπις]] [[νίκη]]»). | |mltxt=[[δύσελπις]] ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ελπίζει, απελπισμένος<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει [[απελπισία]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν αναμένεται πια («[[δύσελπις]] [[νίκη]]»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δύσελπις:''' -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που ελπίζει λίγο, απελπισμένος, αποθαρρυμένος, [[λιπόψυχος]], σε Αισχύλ., Ξεν. | |||
}} | }} |