Anonymous

δύσελπις: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσελπις]] ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ελπίζει, απελπισμένος<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει [[απελπισία]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν αναμένεται πια («[[δύσελπις]] [[νίκη]]»).
|mltxt=[[δύσελπις]] ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ελπίζει, απελπισμένος<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει [[απελπισία]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν αναμένεται πια («[[δύσελπις]] [[νίκη]]»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσελπις:''' -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που ελπίζει λίγο, απελπισμένος, αποθαρρυμένος, [[λιπόψυχος]], σε Αισχύλ., Ξεν.
}}
}}