εἰλικρινής: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[εἰλικρινής]], -ές)<br />[[ευθύς]], [[τίμιος]], [[ανυπόκριτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καθαρός]], [[αμόλυντος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαρός]], [[αμιγής]]<br /><b>2.</b> [[απλός]], [[απόλυτος]]<br /><b>3.</b> [[ολικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθετο του οποίου το β' συνθετικό προέρχεται από το θ. του [[κρίνω]] με [[επίθημα]] -<i>es</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευκρινής]]). Το α' συνθετικό [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως, πιθ. όμως να προέρχεται από τη λ. [[είλη]], το δε -<i>ι</i> να [[είναι]] συνδετικό [[φωνήεν]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιγιπόδης]]). Η [[σημασία]] της λέξεως [[ειλικρινής]] θα ήταν «[[ευδιάκριτος]] από τον ήλιο», η λ. [[είλη]] όμως σημαίνει «[[θερμότητα]] του ήλιου», το δε <i>Fel</i><i>ā</i> στη δωρική διάλεκτο αναφέρεται στο «φως». Έτσι δεν αποκλείεται το α' συνθετικό της λέξεως να προέρχεται από το ρ. [[είλω]] «[[γυρίζω]], [[στρέφω]], [[κάνω]] [[κάτι]] να γυρίσει»].
|mltxt=-ές (AM [[εἰλικρινής]], -ές)<br />[[ευθύς]], [[τίμιος]], [[ανυπόκριτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καθαρός]], [[αμόλυντος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαρός]], [[αμιγής]]<br /><b>2.</b> [[απλός]], [[απόλυτος]]<br /><b>3.</b> [[ολικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθετο του οποίου το β' συνθετικό προέρχεται από το θ. του [[κρίνω]] με [[επίθημα]] -<i>es</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευκρινής]]). Το α' συνθετικό [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως, πιθ. όμως να προέρχεται από τη λ. [[είλη]], το δε -<i>ι</i> να [[είναι]] συνδετικό [[φωνήεν]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιγιπόδης]]). Η [[σημασία]] της λέξεως [[ειλικρινής]] θα ήταν «[[ευδιάκριτος]] από τον ήλιο», η λ. [[είλη]] όμως σημαίνει «[[θερμότητα]] του ήλιου», το δε <i>Fel</i><i>ā</i> στη δωρική διάλεκτο αναφέρεται στο «φως». Έτσι δεν αποκλείεται το α' συνθετικό της λέξεως να προέρχεται από το ρ. [[είλω]] «[[γυρίζω]], [[στρέφω]], [[κάνω]] [[κάτι]] να γυρίσει»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰλῐκρῐνής:''' -ές,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει αναμειχθεί, που είναι [[χωρίς]] [[πρόσμειξη]], [[καθαρός]], [[αγνός]], Λατ. [[sincerus]], σε Ξεν., Πλάτ.· <i>εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος</i>, αυτός που χρησιμοποιεί καθαρή [[νόηση]], [[νοημοσύνη]], στον ίδ.· <i>εἰλ. ἀδικίας</i>, [[εμφανής]] [[αδικία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, [[χωρίς]] ανάμειξη, από μόνο του, απλά, [[καθαρά]], απόλυτα, σε Πλάτ. (η προέλ. του <i>εἰλι-</i> αμφίβ.).
}}
}}