Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐθελόκακος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐθελόκακος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που θέλει να [[είναι]] [[κακός]]<br /><b>2.</b> (για στρατιώτη) [[ένοχος]] για εσκεμμένη [[δειλία]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐθελόκακος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που θέλει να [[είναι]] [[κακός]]<br /><b>2.</b> (για στρατιώτη) [[ένοχος]] για εσκεμμένη [[δειλία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐθελόκᾰκος:''' -ον, αυτός που επιδιώκει να είναι [[κακός]] ή [[δειλός]].
}}
}}

Revision as of 22:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐθελόκᾰκος Medium diacritics: ἐθελόκακος Low diacritics: εθελόκακος Capitals: ΕΘΕΛΟΚΑΚΟΣ
Transliteration A: ethelókakos Transliteration B: ethelokakos Transliteration C: ethelokakos Beta Code: e)qelo/kakos

English (LSJ)

ον,

   A = κακὰ θέλων, Hsch.    II guilty of wilful cowardice, of soldiers, τὸ τῶν στρατιωτῶν ἐ. D.H.9.7. Adv. -κως App.Ital.7Fr.

German (Pape)

[Seite 718] vorsätzlich schlecht, pflichtvergessen, bes. im Kriege, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελόκακος: -ον, ὁ ἐκ προαιρέσεως κακός, δειλός, ἐπὶ στρατιωτῶν: - Ἐπίρρ. ἐθελοκάκως Ἀππ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
volontairement méchant.
Étymologie: ἐθέλω, κακός.

Spanish (DGE)

-ον
I 1malévolo προαίρεσις Basil.M.31.1096B, γνώμη Cyr.Al.M.69.868A, cf. Pamph.Mon.Solut.17.10, μανία Cosm.Ind.Top.10.61, cf. Hsch.
subst. τὸ ἐ. malevolencia τοῦ Διός Chamael.18.
2 subst. τὸ ἐ. cobardía simulada τῶν στρατιωτῶν D.H.9.7.
II adv. -ως
1 perversamente (τὸ δοκοῦν) ἐ. ... παραβαθέν Isid.Pel.Ep.M.78.1308B.
2 en forma deliberadamente cobarde ἠγωνίζοντο App.Ital.7.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐθελόκακος, -ον)
1. αυτός που θέλει να είναι κακός
2. (για στρατιώτη) ένοχος για εσκεμμένη δειλία.

Greek Monotonic

ἐθελόκᾰκος: -ον, αυτός που επιδιώκει να είναι κακός ή δειλός.