ἐθελόκακος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐθελόκακος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που θέλει να [[είναι]] [[κακός]]<br /><b>2.</b> (για στρατιώτη) [[ένοχος]] για εσκεμμένη [[δειλία]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐθελόκακος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που θέλει να [[είναι]] [[κακός]]<br /><b>2.</b> (για στρατιώτη) [[ένοχος]] για εσκεμμένη [[δειλία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐθελόκᾰκος:''' -ον, αυτός που επιδιώκει να είναι [[κακός]] ή [[δειλός]].
}}
}}