ἐθελόκακος

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐθελόκᾰκος Medium diacritics: ἐθελόκακος Low diacritics: εθελόκακος Capitals: ΕΘΕΛΟΚΑΚΟΣ
Transliteration A: ethelókakos Transliteration B: ethelokakos Transliteration C: ethelokakos Beta Code: e)qelo/kakos

English (LSJ)

ἐθελόκακον,
A = κακὰ θέλων, Hsch.
II guilty of wilful cowardice, of soldiers, τὸ τῶν στρατιωτῶν ἐ. D.H.9.7. Adv. ἐθελοκάκως App.Ital.7Fr.

Spanish (DGE)

-ον
I 1malévolo προαίρεσις Basil.M.31.1096B, γνώμη Cyr.Al.M.69.868A, cf. Pamph.Mon.Solut.17.10, μανία Cosm.Ind.Top.10.61, cf. Hsch.
subst. τὸ ἐ. malevolencia τοῦ Διός Chamael.18.
2 subst. τὸ ἐ. cobardía simulada τῶν στρατιωτῶν D.H.9.7.
II adv. -ως
1 perversamente (τὸ δοκοῦν) ἐ. ... παραβαθέν Isid.Pel.Ep.M.78.1308B.
2 en forma deliberadamente cobarde ἠγωνίζοντο App.Ital.7.

German (Pape)

[Seite 718] vorsätzlich schlecht, pflichtvergessen, bes. im Kriege, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
volontairement méchant.
Étymologie: ἐθέλω, κακός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελόκακος: -ον, ὁ ἐκ προαιρέσεως κακός, δειλός, ἐπὶ στρατιωτῶν: - Ἐπίρρ. ἐθελοκάκως Ἀππ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐθελόκακος, -ον)
1. αυτός που θέλει να είναι κακός
2. (για στρατιώτη) ένοχος για εσκεμμένη δειλία.

Greek Monotonic

ἐθελόκᾰκος: -ον, αυτός που επιδιώκει να είναι κακός ή δειλός.

Middle Liddell

ἐθελό-κᾰκος, ον
wilfully bad or cowardly.