ἐνῶρσα: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(Bailly1_2)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[ἐνόρνυμι]].
|btext=v. [[ἐνόρνυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνῶρσα:''' αόρ. αʹ του [[ἐνόρνυμι]]· ἐν-ῶρτο, γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ.
}}
}}

Revision as of 22:42, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. ἐνόρνυμι.

Greek Monotonic

ἐνῶρσα: αόρ. αʹ του ἐνόρνυμι· ἐν-ῶρτο, γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ.