ἐνοικίζω: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐνοικίζω]]) [[ένοικος]]<br /><b>1.</b> [[βάζω]] [[κάτι]] ή κάποιον σ' έναν [[τόπο]], [[εγκαθιστώ]]<br /><b>2.</b> αποικίζομαι, εγκαθίσταμαι ως [[κάτοικος]] σε έναν [[τόπο]]<br /><b>3.</b> [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] («[[τίνα]] βίον βεβίωκε καὶ τίσιν ἐπιτηδεύμασιν ἐνῳκίσθη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εγκαθιστώ]] μισθωτή, ενοικιαστή.
|mltxt=(AM [[ἐνοικίζω]]) [[ένοικος]]<br /><b>1.</b> [[βάζω]] [[κάτι]] ή κάποιον σ' έναν [[τόπο]], [[εγκαθιστώ]]<br /><b>2.</b> αποικίζομαι, εγκαθίσταμαι ως [[κάτοικος]] σε έναν [[τόπο]]<br /><b>3.</b> [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] («[[τίνα]] βίον βεβίωκε καὶ τίσιν ἐπιτηδεύμασιν ἐνῳκίσθη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εγκαθιστώ]] μισθωτή, ενοικιαστή.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνοικίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[τοποθετώ]] σε ένα [[μέρος]], [[εγκαθιστώ]] [[κάπου]] — Παθ., τοποθετούμαι σε ένα [[μέρος]], εγκαθίσταμαι, σε Ηρόδ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Θουκ.
}}
}}