ἐνοικίζω
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
A settle in a place, plant, fix in, A.Fr.252; παρά τισί τι ἐ. Pl.Epin.978c:—Med., ἀλλοεθνεῖς ἐνοικισάμενοι γυναῖκας J.AJ11.5.4:—Pass., take up one's abode in a place, Hdt.1.68 (so in aor. Med., Th.6.2); also, = ἐνοικέω 1.3, ἐπιτηδεύμασι Pl. Ax.371c.
2 introduce a tenant into premises, ἐνοικίζειν καὶ ἐξοικίζειν BGU 1116.18 (i B. C.).
Spanish (DGE)
I tr.
1 instalar, fig. fijar ἐνῴκισεν δεινὴν στομάτων ἔμφυσιν (la serpiente) fijó (en el pie de Filoctetes) la terrible impronta de (los dientes de) su boca A.Fr.252
•c. ac. abstr. y dat. o prep. c. dat. instalar, establecer, imponer παρὰ δ' ἡμῖν τοῦτ' αὐτὸ πρῶτον ἐνῴκισεν ὁ θεός Pl.Epin.978c, τῶν μαθημάτων, ἃ τοῖς Ἕλλησιν ἐνοικίζειν ... ἐπειρᾶτο Iambl.VP 21, (ἡλικία) νοῦν τε καὶ φρόνησιν ἐνοικίζει τῷ ζῴῳ Synes.Calu.6.
2 instalar
a) c. ac. de pers. alojar en la casa propia, dar habitación ἐνοίκισον ἀλλότριον LXX Si.11.34, ἔχειν τὴν ἐξουσίαν ἐνοικίζειν καὶ ἐξοικίζειν οὓς ἐὰν βούληται BGU 1116.18 (I a.C.)
•frec. en lit. crist., fig. alojar, aposentar, dejar entrar κρέα ... νόσους ἐνοικίζει (la carne) aloja en casa, e.e., en el cuerpo las enfermedades Pall.Gent.Ind.2.45, ἐνοικιεῖ γὰρ ἡμᾶς ταῖς ἄνω μοναῖς de Cristo, Cyr.Al.M.69.128D, c. dat. τὸν παράκλητον ἐνῴκισας ἡμῖν ref. a Cristo Const.App.7.38.7, en v. pas. fig. del alma ἡ ψυχὴ ἐνοικίζετο τῷ σώματι Origenes Io.28.6.45, τῷ βίῳ τούτῳ ὡς ἡμετέρᾳ οἰκίᾳ ἐνῳκίσθημεν Ast.Am.Hom.2.1.2;
b) en v. med. c. ac. de n. de mujer traer a casa como esposa ἀλλοεθνεῖς ἐνοικισαμένους γυναῖκας I.AI 11.145, fig. ref. al amor αὐτὸς δὲ (Ἔρως) τὰς θείας καὶ οὐρανίας ψυχὰς ἐνῳκίσατο Him.10.9;
c) ref. a pueblos establecer ἔνθα τοὺς παῖδας τῶν Μυσῶν ἐνῴκισεν Ἡρακλῆς Sch.A.R.1.1355-57a, cf. Sch.Pi.P.1.120b, οἱ δὲ αὐτοὺς ἐνοικίζουσιν ἐς γῆς τῆς σφετέρας τὴν ἐρημοτέραν Procop.Goth.4.20.9, cf. D.S.31.10
•c. ac. de ciudad fundar, poblar en v. pas. (λιμένας) παρασχεῖν δὲ καὶ πόλεις ἐνοικισθῆναι (los puertos) permiten que sean fundadas ciudades Arr.An.7.20.2.
3 acostumbrar, habituar en v. pas. τίσιν ἐπιτηδεύμασιν ἐνῳκίσθη τῷ σώματι a qué hábitos fue acostumbrado por su cuerpo Pl.Ax.371c.
4 fil. dotar de, atribuir c. suj. de pers. y dat. o rég. prep. ὁ Πλάτων οὐ τοῖς σώμασιν ἐνοικίζει τοῖς τῶν ἀλόγων τὴν ἡμετέραν ψυχήν Procl.in R.2.310, (Ἀναξαγόρας) εἰς πάντα τὰ ζῷα ἐνοικίζει καὶ τὸν νοῦν (Anaxágoras) atribuye también mente a todos los seres vivos Simp.in de An.31.16.
II intr., en v. med.-pas.
1 instalarse
a) de individuos alojarse, habitar ἐνοικίσθη se alojó (en el patio del herrero), Hdt.1.68, c. dat. o rég. prep. θεοῦ μοῖρα τοῖς σώμασιν ἐνοικίζεται I.BI 3.372, ἔγνω τοῖς σατραπείοις ἐνῳκισμένους supo que estaban alojados en los palacios de los sátrapas Hld.8.3.5, πλησίον τῆς θαλάσσης παρὰ ἀνδρὶ Αἰγιαλεῖ X.Eph.5.1.2, εἰς μακάρων δὲ χῶρον Κρι<σ>πίνας ψυχὰ ἐνῳκίσατο en una tumba SEG 46.2212 (Cirenaica I d.C.), fig. de Dios δι' Υἱοῦ μεσίτου τοῖς πᾶσιν ἐνοικιζόμενος Cyr.Al.M.75.436C;
b) de pueblos poblar un lugar, establecerse en un lugar c. compl. de lugar sobreentendido Σικανοὶ δὲ ... πρῶτοι φαίνονται ἐνοικισάμενοι Th.6.2, c. constr. prep. de lugar ἐς μὲν Ἄνθειαν ... μὴ ἐνοικίζεσθαι τοῖς Ἀχαιοῖς ἀπεῖπε Paus.7.18.5.
2 fig. c. suj. abstr. instalarse, hacerse habitual φιλοπλουτία ... καὶ φθόνος ἄκρατος ἐνοικίζεται μετὰ δυσμενείας Plu.2.556b, (ἡδοναί) λανθάνουσιν ἐνῳκισμέναι Plu.2.705d.
German (Pape)
[Seite 849] hineinbringen, um darin zu wohnen, übh. einpflanzen; ἐνῴκισε δεινὴν στομωτὸν ἔκφυσιν Aesch. frg. 235; παρὰ δ' ἡμῖν τοῦτο πρῶτον ἐνῴκισεν ὁ θεός Plat. Epin. 978 c; ἐνῳκίσθη τῷ σώματι Az. 371 c; Sp. = in die Wohnung, ins Haus aufnehmen. – Pass., sich als Bewohner darin niederlassen, darin wohnen, Her. 1, 69; so auch im med., ἐνοικισάμενοι Thuc. 6, 2, Sp.
French (Bailly abrégé)
f. ἐνοικίσω, att. ἐνοικιῶ, ao. ἐνῴκισα, pf. inus.
établir en un lieu ; Pass. être établi ou s'établir en un lieu, fixer sa résidence en un lieu;
Moy. ἐνοικίζομαι (ao. ἐνῳκισάμην) s'établir en un lieu.
Étymologie: ἐν, οἰκίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνοικίζω: досл. вселять, перен. насаждать, прививать (στομωτὸν ἔκφυσιν Aesch.; τι παρά τισι Plat.); med.-pass. вселяться, поселяться Her., Plat.: οἱ ἐνοικισάμενοι Thuc. поселенцы.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, βάλλω τι εἴς τινα τόπον, ἐμφυτεύω, ἐμβάλλω. ἀλλ’ ἐνῴκισεν δεινὴν στομωτὸν ἔκφυσιν, ποδὸς βλάβην Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 248· παρά τισί τι ἐνοικ. Πλάτ. Ἐπινομ. 978C: - Παθ., ἐγκαθίσταμαι, Ἡρόδ. 1. 68· τῷ σώματι Πλάτ. Ἀξίοχ. 371C· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, Θουκ. 6. 2.
Greek Monolingual
(AM ἐνοικίζω) ένοικος
1. βάζω κάτι ή κάποιον σ' έναν τόπο, εγκαθιστώ
2. αποικίζομαι, εγκαθίσταμαι ως κάτοικος σε έναν τόπο
3. ασχολούμαι με κάτι («τίνα βίον βεβίωκε καὶ τίσιν ἐπιτηδεύμασιν ἐνῳκίσθη», Πλάτ.)
4. εγκαθιστώ μισθωτή, ενοικιαστή.
Greek Monotonic
ἐνοικίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, τοποθετώ σε ένα μέρος, εγκαθιστώ κάπου — Παθ., τοποθετούμαι σε ένα μέρος, εγκαθίσταμαι, σε Ηρόδ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
to settle in a place:—Pass. to be settled in a place, to take up one's abode there, Hdt.; so in Mid., Thuc.