ἐξερεείνω: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξερεείνω]] (Α) [[ερεείνω]]<br /><b>1.</b> [[ρωτώ]] να μάθω («ἐξερέεινε ἕκαστα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]]<br /><b>3.</b> [[ρωτώ]]<br /><b>4.</b> [[ερευνώ]], [[αναζητώ]] («πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δοκιμάζω]] τις χορδές της κιθάρας.
|mltxt=[[ἐξερεείνω]] (Α) [[ερεείνω]]<br /><b>1.</b> [[ρωτώ]] να μάθω («ἐξερέεινε ἕκαστα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]]<br /><b>3.</b> [[ρωτώ]]<br /><b>4.</b> [[ερευνώ]], [[αναζητώ]] («πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δοκιμάζω]] τις χορδές της κιθάρας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξερεείνω:''' Επικ. [[ρήμα]],<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. πράγμ., [[ρωτώ]] και [[παίρνω]] πληροφορίες, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[ρωτώ]] να μάθω για κάποιον, στον ίδ.· απόλ., [[πραγματοποιώ]] [[έρευνα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ερευνώ]] [[λεπτομερώς]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}