Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξερεείνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξερεείνω:''' Επικ. [[ρήμα]],<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. πράγμ., [[ρωτώ]] και [[παίρνω]] πληροφορίες, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[ρωτώ]] να μάθω για κάποιον, στον ίδ.· απόλ., [[πραγματοποιώ]] [[έρευνα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ερευνώ]] [[λεπτομερώς]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐξερεείνω:''' Επικ. [[ρήμα]],<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. πράγμ., [[ρωτώ]] και [[παίρνω]] πληροφορίες, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[ρωτώ]] να μάθω για κάποιον, στον ίδ.· απόλ., [[πραγματοποιώ]] [[έρευνα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ερευνώ]] [[λεπτομερώς]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξερεείνω:''' <b class="num">1)</b> расспрашивать, разузнавать (τι Hom.): ἐ. τινά Hom. расспрашивать о ком-л.; med. ἐ. τινὰ μύθῳ Hom. расспрашивать кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> разведывать, исследовать (πόρους [[ἁλός]] Hom.; μυχοὺς δόμοιο HH): ἐ. κιθάραν HH играть на кифаре.
}}
}}