ἔντεχνος: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔντεχνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ή έχει γίνει με [[τέχνη]] και [[επιδεξιότητα]] (σε [[αντίθεση]] [[προς]] τον άτεχνο ή τον κακότεχνο)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που βρίσκεται [[μέσα]] στα όρια της τέχνης, που πληρεί τις απαιτήσεις της τέχνης<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />προσχεδιασμένος, προμελετημένος<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[έμπειρος]], [[επιδέξιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>έντεχνα</i> (AM ἐντέχνως)<br />με [[τέχνη]], [[επιδέξια]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />προμελετημένα, προσχεδιασμένα<br /><b>μσν.</b><br />με [[επάρκεια]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔντεχνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ή έχει γίνει με [[τέχνη]] και [[επιδεξιότητα]] (σε [[αντίθεση]] [[προς]] τον άτεχνο ή τον κακότεχνο)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που βρίσκεται [[μέσα]] στα όρια της τέχνης, που πληρεί τις απαιτήσεις της τέχνης<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />προσχεδιασμένος, προμελετημένος<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[έμπειρος]], [[επιδέξιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>έντεχνα</i> (AM ἐντέχνως)<br />με [[τέχνη]], [[επιδέξια]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />προμελετημένα, προσχεδιασμένα<br /><b>μσν.</b><br />με [[επάρκεια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔντεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που είναι [[εντός]] των ορίων της τέχνης, που εμπίπτει στο [[πεδίο]] της, [[καλλιτεχνικός]], σε Πλάτ.
}}
}}