Anonymous

ἔντεχνος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔντεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που είναι [[εντός]] των ορίων της τέχνης, που εμπίπτει στο [[πεδίο]] της, [[καλλιτεχνικός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἔντεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που είναι [[εντός]] των ορίων της τέχνης, που εμπίπτει στο [[πεδίο]] της, [[καλλιτεχνικός]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔντεχνος:''' <b class="num">1)</b> искусный, умелый ([[δημιουργός]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> требующий технической или специальной подготовки (πίστεις Arst.);<br /><b class="num">3)</b> искусный, искусно разработанный ([[μέθοδος]] Arst.) или сделанный ([[ἔργον]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> сведущий в искусствах ([[σοφία]] Plat.).
}}
}}