ἐντελής: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐντελής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[τέλειος]], [[πλήρης]] («τὸν μισθὸν ἀποδώσω 'ντελῆ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που γίνεται στον [[μέγιστο]] βαθμό, [[απόλυτος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐντελὴς εἴς τι» εντελώς καταρτισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνθρ.) ο τέλεια ανεπτυγμένος («ἐντελεῑς τὴν ἡλικίαν», Αιλ.)<br /><b>2.</b> <i>οἱ ἐντελεῑς</i><br />αυτοί που κατέχουν πλήρη αστικά δικαιώματα.
|mltxt=-ές (AM [[ἐντελής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[τέλειος]], [[πλήρης]] («τὸν μισθὸν ἀποδώσω 'ντελῆ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που γίνεται στον [[μέγιστο]] βαθμό, [[απόλυτος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐντελὴς εἴς τι» εντελώς καταρτισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνθρ.) ο τέλεια ανεπτυγμένος («ἐντελεῑς τὴν ἡλικίαν», Αιλ.)<br /><b>2.</b> <i>οἱ ἐντελεῑς</i><br />αυτοί που κατέχουν πλήρη αστικά δικαιώματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐντελής:''' -ές ([[τέλος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[πλήρης]], [[τέλειος]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για θύματα, [[τέλειος]], [[ακηλίδωτος]], [[αμόλυντος]], [[άθικτος]], [[ακέραιος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για στρατιώτες και για την εξάρτυσή τους, αυτός που βρίσκεται σε [[καλή]] [[κατάσταση]], [[ικανός]], [[αποτελεσματικός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για ανθρώπους, αυτός που έχει μεστή [[ηλικία]], που βρίσκεται στην [[ωριμότητα]], σε Αισχύλ.
}}
}}