Anonymous

ἐντελής: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐντελής:''' -ές ([[τέλος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[πλήρης]], [[τέλειος]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για θύματα, [[τέλειος]], [[ακηλίδωτος]], [[αμόλυντος]], [[άθικτος]], [[ακέραιος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για στρατιώτες και για την εξάρτυσή τους, αυτός που βρίσκεται σε [[καλή]] [[κατάσταση]], [[ικανός]], [[αποτελεσματικός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για ανθρώπους, αυτός που έχει μεστή [[ηλικία]], που βρίσκεται στην [[ωριμότητα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐντελής:''' -ές ([[τέλος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[πλήρης]], [[τέλειος]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για θύματα, [[τέλειος]], [[ακηλίδωτος]], [[αμόλυντος]], [[άθικτος]], [[ακέραιος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για στρατιώτες και για την εξάρτυσή τους, αυτός που βρίσκεται σε [[καλή]] [[κατάσταση]], [[ικανός]], [[αποτελεσματικός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για ανθρώπους, αυτός που έχει μεστή [[ηλικία]], που βρίσκεται στην [[ωριμότητα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντελής:''' <b class="num">1)</b> полный ([[μισθός]] Thuc., Arph.; [[ἀριθμὸς]] [[βουλῆς]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> целый ([[δραχμή]] Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> (о жертвенных животных) без порока ([[βοῦς]] Soph.; [[ζῷον]] Luc.);<br /><b class="num">4)</b> безупречный, исправный ([[ὅπλα]] Thuc.; τριήρεις Aeschin.);<br /><b class="num">5)</b> законченный, совершенный (ἐ. καὶ ἐκπονηθείς Sext.);<br /><b class="num">6)</b> взрослый (οἱ ἀπωρφανισμένοι οὐκ ἐντελεῖς Aesch.).<br />οῦς ὁ высшее должностное лицо, сановник (οἱ ἐντελεῖς τῶν Ῥωμαίων Diod.).
}}
}}