ἐπαγωγός: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό (Α [[ἐπαγωγός]], -όν) [[επάγω]]<br />[[ελκυστικός]], [[θελκτικός]], [[γοητευτικός]] («[[επαγωγός]] [[δάσκαλος]]», «[[επαγωγός]] [[διδασκαλία]], [[ομιλία]]», «επαγωγό [[θέμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει ή προκαλεί [[κάτι]] («[[ἐπαγωγός]] μανίας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απατηλός]], [[σαγηνευτικός]] («ἀκούσαντες... ἐπαγωγὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που επιδρά ελκυστικά, που παρασύρει<br /><b>4.</b> (για [[φαγητό]]) [[νόστιμος]] («[[ὄψον]] ἐπαγωγὸν [[πάνυ]]»)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπαγωγόν</i><br />[[ελκυστικότητα]], [[προσέλκυση]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. επιρρηματικώς) <i>έπαγωγόν</i><br />θελκτικά, γοητευτικά.
|mltxt=-ό (Α [[ἐπαγωγός]], -όν) [[επάγω]]<br />[[ελκυστικός]], [[θελκτικός]], [[γοητευτικός]] («[[επαγωγός]] [[δάσκαλος]]», «[[επαγωγός]] [[διδασκαλία]], [[ομιλία]]», «επαγωγό [[θέμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει ή προκαλεί [[κάτι]] («[[ἐπαγωγός]] μανίας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απατηλός]], [[σαγηνευτικός]] («ἀκούσαντες... ἐπαγωγὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που επιδρά ελκυστικά, που παρασύρει<br /><b>4.</b> (για [[φαγητό]]) [[νόστιμος]] («[[ὄψον]] ἐπαγωγὸν [[πάνυ]]»)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπαγωγόν</i><br />[[ελκυστικότητα]], [[προσέλκυση]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. επιρρηματικώς) <i>έπαγωγόν</i><br />θελκτικά, γοητευτικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰγωγός:''' -όν ([[ἐπάγω]]), [[ελκυστικός]], [[δελεαστικός]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], αυτός που αποπλανεί, που εξαπατά, σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>ἐπαγωγόν ἐστι</i>, με απαρ., είναι [[πρόσφορο]], είναι [[συμφέρον]], σε Ξεν.
}}
}}