Anonymous

ἐπαγωγός: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰγωγός:''' -όν ([[ἐπάγω]]), [[ελκυστικός]], [[δελεαστικός]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], αυτός που αποπλανεί, που εξαπατά, σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>ἐπαγωγόν ἐστι</i>, με απαρ., είναι [[πρόσφορο]], είναι [[συμφέρον]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπᾰγωγός:''' -όν ([[ἐπάγω]]), [[ελκυστικός]], [[δελεαστικός]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], αυτός που αποπλανεί, που εξαπατά, σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>ἐπαγωγόν ἐστι</i>, με απαρ., είναι [[πρόσφορο]], είναι [[συμφέρον]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾰγωγός:''' <b class="num">1)</b> приводящий или несущий с собой, влекущий за собой: ἐ. ὕπνου Plat. наводящий сон, снотворный; ἐ. πρὸς τὸ πείθεσθαι Xen. заставляющий повиноваться; ἐ. οἴκτου Plut. возбуждающий сострадание;<br /><b class="num">2)</b> влекущий, соблазнительный, заманчивый (τὰ ἐπαγωγὰ λέγειν Her. или διαλέγεσθαι Plut.): μορφῆς ἐπαγωγὸν [[εἶδος]] Plut. очаровательная наружность; τὰ ἐπαγωγὸν [[γοήτευμα]] Plat. надувательский прием; ἐ. δήμου или ὄχλου Plut. способный увлечь народные массы.
}}
}}