ἐπίδημος: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίδημος]], -ον (AM) (Α και [[ἐπίδαμος]], -ον)<br />(για νόσο) [[επιδημικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[επιδήμιος]], αυτός που βρίσκεται στην [[πόλη]] ή στην [[πατρίδα]] του κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που διαμένει σε κάποιο [[τόπο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «έπίδαμος [[φάτις]]» — η [[άποψη]], η [[φήμη]] που κυκλοφορεί στην [[πόλη]].
|mltxt=[[ἐπίδημος]], -ον (AM) (Α και [[ἐπίδαμος]], -ον)<br />(για νόσο) [[επιδημικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[επιδήμιος]], αυτός που βρίσκεται στην [[πόλη]] ή στην [[πατρίδα]] του κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που διαμένει σε κάποιο [[τόπο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «έπίδαμος [[φάτις]]» — η [[άποψη]], η [[φήμη]] που κυκλοφορεί στην [[πόλη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίδημος:''' -ον, = [[ἐπιδήμιος]], σε Αριστοφ.· ἐπίδᾱμος [[φάτις]] (Δωρ.), [[δημώδης]], [[κοινή]], τρέχουσα [[φήμη]], σε Σοφ.
}}
}}