Anonymous

ἐπίδημος: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se répand dans un pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[δῆμος]].
|btext=ος, ον :<br />qui se répand dans un pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[δῆμος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίδημος]], -ον (AM) (Α και [[ἐπίδαμος]], -ον)<br />(για νόσο) [[επιδημικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[επιδήμιος]], αυτός που βρίσκεται στην [[πόλη]] ή στην [[πατρίδα]] του κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που διαμένει σε κάποιο [[τόπο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «έπίδαμος [[φάτις]]» — η [[άποψη]], η [[φήμη]] που κυκλοφορεί στην [[πόλη]].
}}
}}