3,277,172
edits
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui se répand dans un pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[δῆμος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui se répand dans un pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[δῆμος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίδημος]], -ον (AM) (Α και [[ἐπίδαμος]], -ον)<br />(για νόσο) [[επιδημικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[επιδήμιος]], αυτός που βρίσκεται στην [[πόλη]] ή στην [[πατρίδα]] του κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που διαμένει σε κάποιο [[τόπο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «έπίδαμος [[φάτις]]» — η [[άποψη]], η [[φήμη]] που κυκλοφορεί στην [[πόλη]]. | |||
}} | }} |