ἐπίσπορος: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίσπορος]], -ον (Α) [[επισπείρω]]<br /><b>1.</b> αυτός που σπάρθηκε ύστερα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίσποροι</i><br />οι απόγονοι<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπίσπορα</i><br />[[λαχανικά]] που μπορούν να σπαρούν πολλές φορές τον χρόνο.
|mltxt=[[ἐπίσπορος]], -ον (Α) [[επισπείρω]]<br /><b>1.</b> αυτός που σπάρθηκε ύστερα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίσποροι</i><br />οι απόγονοι<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπίσπορα</i><br />[[λαχανικά]] που μπορούν να σπαρούν πολλές φορές τον χρόνο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίσπορος:''' -ον ([[ἐπισπείρω]]), αυτός που έχει σπαρεί [[κατόπιν]], <i>οἱ ἐπ</i>., οι απόγονοι, οι μεταγενέστεροι, σε Αισχύλ.
}}
}}