3,277,119
edits
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίσπορος]], -ον (Α) [[επισπείρω]]<br /><b>1.</b> αυτός που σπάρθηκε ύστερα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίσποροι</i><br />οι απόγονοι<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπίσπορα</i><br />[[λαχανικά]] που μπορούν να σπαρούν πολλές φορές τον χρόνο. | |mltxt=[[ἐπίσπορος]], -ον (Α) [[επισπείρω]]<br /><b>1.</b> αυτός που σπάρθηκε ύστερα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίσποροι</i><br />οι απόγονοι<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπίσπορα</i><br />[[λαχανικά]] που μπορούν να σπαρούν πολλές φορές τον χρόνο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπίσπορος:''' -ον ([[ἐπισπείρω]]), αυτός που έχει σπαρεί [[κατόπιν]], <i>οἱ ἐπ</i>., οι απόγονοι, οι μεταγενέστεροι, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |