Anonymous

ἐπίσπορος: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />semé postérieurement ; <i>fig.</i> [[οἱ]] ἐπίσποροι ESCHL les descendants.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπείρω]].
|btext=ος, ον :<br />semé postérieurement ; <i>fig.</i> [[οἱ]] ἐπίσποροι ESCHL les descendants.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπείρω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίσπορος]], -ον (Α) [[επισπείρω]]<br /><b>1.</b> αυτός που σπάρθηκε ύστερα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίσποροι</i><br />οι απόγονοι<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπίσπορα</i><br />[[λαχανικά]] που μπορούν να σπαρούν πολλές φορές τον χρόνο.
}}
}}