ἐνωτίζομαι: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐνωτίζομαι]])<br />(με αιτ. ή δοτ.) [[ακούω]] με [[προσοχή]], [[ακροώμαι]], αφουγκράζομαι, [[προσέχω]]<br />(«ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους», ΠΔ).
|mltxt=(AM [[ἐνωτίζομαι]])<br />(με αιτ. ή δοτ.) [[ακούω]] με [[προσοχή]], [[ακροώμαι]], αφουγκράζομαι, [[προσέχω]]<br />(«ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους», ΠΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνωτίζομαι:''' αποθ. ([[οὖς]]), [[ακούω]] [[κάτι]], αφουγκράζομαι, [[προσέχω]], <i>τί</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}