ἐνωτίζομαι
English (LSJ)
(οὖς) give ear, hearken to, λόγους LXX Ge.4.23; ῥήματα Act.Ap.2.14: c.dat., ἐντολαῖς LXX Ex.15.26.
Spanish (DGE)
1 escuchar c. ac. y dat. ὅσα τούτοις ἐνωτισθῇς A.Phil.Epit.78
•prestar oídos, poner atención sólo c. ac. τίς ... ἐνωτιεῖται ταῦτα; LXX Is.42.23, τὰ ῥήματα LXX Ib.32.11, cf. Iul.Ar.180.13 τὸ καλόν LXX Ib.34.2, τὴν ... διδασκαλίαν αὐτοῦ ἐνωτισθείς Gr.Nyss.M.46.832B, abs. ὦτα ἔχουσιν καὶ οὐκ ἐνωτισθήσονται LXX Ps.134.17, cf. Id.5.3, Os.5.1, Is.28.23.
2 c. dat. de abstr. hacer caso, obedecer ἐὰν ... ἐνωτίσῃ ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ LXX Ex.15.26.
German (Pape)
[Seite 861] (οὖς), hören, vernehmen, LXX., N.T.
French (Bailly abrégé)
écouter, entendre;
NT: prêter l'oreille à, prêter attention à.
Étymologie: ἐν, οὖς.
Russian (Dvoretsky)
ἐνωτίζομαι: слушать, внимать (τὰ ῥήματά τινος NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνωτίζομαι: ἀποθ. (οὖς) ἐν τοῖς ὠσὶ δέχομαι, ἀκούω μετὰ προσοχῆς, προσέχω, Ἑβδ. (Ἱερ. ΚΓʹ, 18 κ. ἀλλ.), ἐνωτίσασθε τὰ ῥήματά μου Πράξ. Ἀποστ. βʹ, 14, Ὠριγ. Ι. 509C, κλ.
English (Strong)
middle voice from a compound of ἐν and οὖς; to take in one's ear, i.e. to listen: hearken.
English (Thayer)
in Biblical writings deponent middle; 1st aorist imperative 2nd person plural ἐνωτίσασθε; equivalent to ἐν ὠτίοις δέχομαι (Hesychius), to receive into the ear; give ear to: τί, Sept. for הֶאֱזִין; elsewhere only in ecclesiastical and Byzantine writings, and in these also as deponent passive. Cf. Fischer, De vitiis lexicc., p. 693 f; (Sturz, Dial. Alex., p. 166; Winer's Grammar, 33).
Greek Monolingual
(AM ἐνωτίζομαι)
(με αιτ. ή δοτ.) ακούω με προσοχή, ακροώμαι, αφουγκράζομαι, προσέχω
(«ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους», ΠΔ).
Greek Monotonic
ἐνωτίζομαι: αποθ. (οὖς), ακούω κάτι, αφουγκράζομαι, προσέχω, τί, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
[οὖς]
Dep. to hearken to a thing, τι NTest.
Chinese
原文音譯:™nwt⋯zomai 恩-哦提索買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在內-耳(化) 相當於: (אָזַן)
字義溯源:側耳聽,側耳,傾聽;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(οὖς)*=耳)組成。參讀 (ἀκουστός / ἀκούω)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 當側耳聽(1) 徒2:14