εὔτρητος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔτρητος]] και επικ. τ. ἐΰτρητος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> καλοτρυπημένος<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] ανοίγματα, πολλές [[διόδους]]<br /><b>3.</b> [[πορώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τρητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τετραίνω]] / [[τιτράω]] «[[τρυπώ]]»)].
|mltxt=[[εὔτρητος]] και επικ. τ. ἐΰτρητος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> καλοτρυπημένος<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] ανοίγματα, πολλές [[διόδους]]<br /><b>3.</b> [[πορώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τρητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τετραίνω]] / [[τιτράω]] «[[τρυπώ]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔτρητος:''' Επικ. ἐΰ-τρ-, -ον ([[τιτράω]]), [[καλά]] τρυπημένος, λέγεται για τρυπημένα αυτιά με σκουλαρίκια, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πορώδης]], σε Ανθ.
}}
}}