Anonymous

εὔτρητος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔτρητος:''' Επικ. ἐΰ-τρ-, -ον ([[τιτράω]]), [[καλά]] τρυπημένος, λέγεται για τρυπημένα αυτιά με σκουλαρίκια, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πορώδης]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔτρητος:''' Επικ. ἐΰ-τρ-, -ον ([[τιτράω]]), [[καλά]] τρυπημένος, λέγεται για τρυπημένα αυτιά με σκουλαρίκια, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πορώδης]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔτρητος:''' эп. [[ἐΰτρητος]] 2<br /><b class="num">1)</b> искусно проколотый (λοβοί Hom.);<br /><b class="num">2)</b> с многочисленными отверстиями ([[κάλαμος]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> с большим отверстием ([[χόανος]] Hes.);<br /><b class="num">4)</b> пористый, рыхлый ([[πέδον]] Anth.).
}}
}}