θηητήρ: Difference between revisions

4
(17)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηητήρ]], -ος ὁ (Α) [[θηέομαι]]<br />αυτός που βλέπει με θαυμασμό [[κάτι]] («θηητὴρ τόξων»).
|mltxt=[[θηητήρ]], -ος ὁ (Α) [[θηέομαι]]<br />αυτός που βλέπει με θαυμασμό [[κάτι]] («θηητὴρ τόξων»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''θηητήρ:''' -ῆρος, ὁ, Ιων. αντί [[θεατής]], αυτός που παρατηρεί προσεκτικά, αυτός που ατενίζει, [[θαυμαστής]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}