3,277,121
edits
(17) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θηητήρ]], -ος ὁ (Α) [[θηέομαι]]<br />αυτός που βλέπει με θαυμασμό [[κάτι]] («θηητὴρ τόξων»). | |mltxt=[[θηητήρ]], -ος ὁ (Α) [[θηέομαι]]<br />αυτός που βλέπει με θαυμασμό [[κάτι]] («θηητὴρ τόξων»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θηητήρ:''' -ῆρος, ὁ, Ιων. αντί [[θεατής]], αυτός που παρατηρεί προσεκτικά, αυτός που ατενίζει, [[θαυμαστής]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |