θαἰμάτια: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(6_12)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''θαἰμάτια''': θαἰματίδια, Ἀττ. συνηρ. ἀντὶ τοῦ τὰ ἱμάτια.
|lstext='''θαἰμάτια''': θαἰματίδια, Ἀττ. συνηρ. ἀντὶ τοῦ τὰ ἱμάτια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θαἰμάτια:''' θαἰματίδια, [[κράση]] αντί <i>τὰ ἱμάτια</i>, κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

θαἰμάτια: θαἰματίδια, Ἀττ. συνηρ. ἀντὶ τοῦ τὰ ἱμάτια.

Greek Monotonic

θαἰμάτια: θαἰματίδια, κράση αντί τὰ ἱμάτια, κ.λπ.