θαἰμάτια
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
Greek (Liddell-Scott)
θαἰμάτια: θαἰματίδια, Ἀττ. συνηρ. ἀντὶ τοῦ τὰ ἱμάτια.
Greek Monotonic
θαἰμάτια: θαἰματίδια, κράση αντί τὰ ἱμάτια, κ.λπ.
Middle Liddell
crasis for τὰ ἱμάτια.