θαἰμάτια

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek (Liddell-Scott)

θαἰμάτια: θαἰματίδια, Ἀττ. συνηρ. ἀντὶ τοῦ τὰ ἱμάτια.

Greek Monotonic

θαἰμάτια: θαἰματίδια, κράση αντί τὰ ἱμάτια, κ.λπ.

Middle Liddell

crasis for τὰ ἱμάτια.