θρέμμα: Difference between revisions

5
(17)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[θρέμμα]]) [[τρέφω]]<br /><b>1.</b> ό,τι έθρεψε ή ό,τι τρέφει [[κάποιος]], το [[ανάθρεμμα]], το [[βρέφος]] ή το [[παιδί]]<br /><b>2.</b> (και στον πληθ.) <i>τα θρέμματα</i><br />τα ζώα που τρέφονται από τον άνθρωπο, τα βοσκήματα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[γέννημα]] και [[θρέμμα]]» — [[αυτόχθονος]] [[κάτοικος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γέννημα]], [[δημιούργημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δούλος]] που γεννήθηκε στο [[σπίτι]] του κυρίου του<br /><b>2.</b> (για [[λιοντάρι]]) [[πλάσμα]], [[δημιούργημα]]<br /><b>3.</b> (για [[πράγμα]]) [[προϊόν]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «θρέμματα Νηρεΐδων» — τα δελφίνια<br />β) «Ἐχίδνης [[θρέμμα]]» — ο [[Κέρβερος]]<br />γ) «[[θρέμμα]] Σελινοῡντος» — [[είδος]] ψαριού<br />δ) «[[κακά]] θρέμματα» — [[σμήνος]] κουνουπιών<br />ε) «Καρύστου [[θρέμμα]]» — [[ποτήρι]] κατασκευασμένο στην Κάρυστο.
|mltxt=το (ΑΜ [[θρέμμα]]) [[τρέφω]]<br /><b>1.</b> ό,τι έθρεψε ή ό,τι τρέφει [[κάποιος]], το [[ανάθρεμμα]], το [[βρέφος]] ή το [[παιδί]]<br /><b>2.</b> (και στον πληθ.) <i>τα θρέμματα</i><br />τα ζώα που τρέφονται από τον άνθρωπο, τα βοσκήματα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[γέννημα]] και [[θρέμμα]]» — [[αυτόχθονος]] [[κάτοικος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γέννημα]], [[δημιούργημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δούλος]] που γεννήθηκε στο [[σπίτι]] του κυρίου του<br /><b>2.</b> (για [[λιοντάρι]]) [[πλάσμα]], [[δημιούργημα]]<br /><b>3.</b> (για [[πράγμα]]) [[προϊόν]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «θρέμματα Νηρεΐδων» — τα δελφίνια<br />β) «Ἐχίδνης [[θρέμμα]]» — ο [[Κέρβερος]]<br />γ) «[[θρέμμα]] Σελινοῡντος» — [[είδος]] ψαριού<br />δ) «[[κακά]] θρέμματα» — [[σμήνος]] κουνουπιών<br />ε) «Καρύστου [[θρέμμα]]» — [[ποτήρι]] κατασκευασμένο στην Κάρυστο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρέμμα:''' -ατος, τό ([[τρέφω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ανάθρεμμα]], [[δημιούργημα]], [[γέννημα]], λέγεται για πρόβατα και κατσίκια, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, σε Σοφ., κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για άγρια ζώα, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> χρησιμοποιείται ως [[μομφή]], [[επίπληξη]], [[κατασκεύασμα]], <i>θρέμματ' οὐκ ἀνασχετά</i>, σε Αισχύλ.· <i>ὦ θρέμμ' ἀναιδές</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> [[ὕδρας]] [[θρέμμα]], περιφρ. αντί [[ὕδρα]], στον ίδ.
}}
}}