ἰγνύς: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(17)
(5)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἰγνύς]], -ύος)<br />η [[ιγνύα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υστερογενής τ. [[κατά]] το [[οσφύς]] και άλλες ονομασίες μελών σώματος].
|mltxt=η (Α [[ἰγνύς]], -ύος)<br />η [[ιγνύα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υστερογενής τ. [[κατά]] το [[οσφύς]] και άλλες ονομασίες μελών σώματος].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰγνύς:''' -ύος, ἡ, = το προηγ., από δοτ. πληθ. <i>ἰγνύσι</i>, σε Ομηρ. Ύμν.· αιτ. <i>ἰγνύν</i>, σε Θεόκρ. (άγν. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1235] ύος, ἡ, = ἰγνύα, H. h. Merc. 152; accus. auch ἰγνύα, für ἰγνύν, Theocr. 26, 17; vgl. Arist. H. A. 3, 5.

Greek Monolingual

η (Α ἰγνύς, -ύος)
η ιγνύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. κατά το οσφύς και άλλες ονομασίες μελών σώματος].

Greek Monotonic

ἰγνύς: -ύος, ἡ, = το προηγ., από δοτ. πληθ. ἰγνύσι, σε Ομηρ. Ύμν.· αιτ. ἰγνύν, σε Θεόκρ. (άγν. προέλ.).