ἰδησῶ: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(6_6)
 
(5)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰδησῶ''': Δωρ. μέλλ. τοῦ εἶδον, θὰ ἴδω, Θεόκρ. 3. 37.
|lstext='''ἰδησῶ''': Δωρ. μέλλ. τοῦ εἶδον, θὰ ἴδω, Θεόκρ. 3. 37.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰδησῶ:''' Δωρ. μέλ. του [[εἶδον]], θα δω, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἰδησῶ: Δωρ. μέλλ. τοῦ εἶδον, θὰ ἴδω, Θεόκρ. 3. 37.

Greek Monotonic

ἰδησῶ: Δωρ. μέλ. του εἶδον, θα δω, σε Θεόκρ.