ἴσαντι: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(6_6)
 
(5)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴσαντι''': Δωρ. ἀντὶ ἴσασι, γ’ πληθ. τοῦ [[οἶδα]].
|lstext='''ἴσαντι''': Δωρ. ἀντὶ ἴσασι, γ’ πληθ. τοῦ [[οἶδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἴσαντι:''' Δωρ. γʹ πληθ. του [[οἶδα]] αντί [[ἴσασι]].
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἴσαντι: Δωρ. ἀντὶ ἴσασι, γ’ πληθ. τοῦ οἶδα.

Greek Monotonic

ἴσαντι: Δωρ. γʹ πληθ. του οἶδα αντί ἴσασι.