ἴσαντι

From LSJ

οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἴσαντι: Δωρ. ἀντὶ ἴσασι, γ’ πληθ. τοῦ οἶδα.

Greek Monotonic

ἴσαντι: Δωρ. γʹ πληθ. του οἶδα αντί ἴσασι.

Russian (Dvoretsky)

ἴσαντι:
I дор. 3 л. pl. praes. к *ἴσημι.
II дор. dat. part. к *ἴσημι.