θαλαμήιος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk
(16) |
(4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θαλαμήϊος]], -ΐη, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε θάλαμο ή ο [[κατάλληλος]] για [[κατασκευή]] θαλάμου («θαλαμήϊα δοῡρα», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[γαμήλιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θάλαμ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήιος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθρωπ</i>-[[ήιος]], <i>χαλκ</i>-[[ήιος]])]. | |mltxt=[[θαλαμήϊος]], -ΐη, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε θάλαμο ή ο [[κατάλληλος]] για [[κατασκευή]] θαλάμου («θαλαμήϊα δοῡρα», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[γαμήλιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θάλαμ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήιος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθρωπ</i>-[[ήιος]], <i>χαλκ</i>-[[ήιος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θᾰλᾰμήιος:''' -η, -ον, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον [[θάλαμον]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλᾰμήιος: -η, -ον, τοῦ θαλάμου ἢ ἀνήκων εἰς θάλαμον, κατάλληλος πρὸς οἰκοδόμησιν θαλάμου, δοῦρα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 805· θαλ. ὕμνος = γαμήλιος, Λουκ. Συμποσ. 41.
Greek Monolingual
θαλαμήϊος, -ΐη, -ον και -ος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε θάλαμο ή ο κατάλληλος για κατασκευή θαλάμου («θαλαμήϊα δοῡρα», Ησίοδ.)
2. ο γαμήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ-ος + κατάλ. -ήιος (πρβλ. ανθρωπ-ήιος, χαλκ-ήιος)].
Greek Monotonic
θᾰλᾰμήιος: -η, -ον, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον θάλαμον, σε Ησίοδ.